Ο Μποστ υπήρξε ο μεγάλος μαστροχαλαστής της ελληνικής γλώσσας κινούμενος στα χαρακώματα ανάμεσα στην επίσημη καθαρεύουσα και τους νεωτεριστές της δημοτικής. Ο γελοιογράφος και θεατρικός συγγραφέας που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1918 έφυγε από τη ζωή στις 13 Δεκεμβρίου 1995.

Το κείμενο του Θανάση Μουτσόπουλου* αναδεικνύει την πρωτοπορία και την επίδραση που είχε το έργο του καλλιτέχνη στην ελληνική πραγματικότητα.

Ίσως δεν υπάρχει άλλη χώρα της Ευρώπης (του πρώην Ανατολικού Μπλοκ εξαιρουμένου) που ο πολιτισμός της έχει τέτοιες διαφορές από το 1950 μέχρι σήμερα. Πως μπορεί κανείς να συσχετίσει τον μεταπολεμικό Έλληνα της παράγκας και της φασολάδας με τον σημερινό του κάμπριο, του design σκυλάδικου, των βορείων προαστίων; Πως μπορεί να δει κανείς στο ίδιο πλαίσιο τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα του μεταπολεμικού Μποστ με τους «Φοίβο και Αθηνά» της λαμπρής Αθήνας του 2004;

Παρότι η μεταδικτατορική ελληνική κοινωνία προσπάθησε με πολλούς τρόπους να “επιστρέψει στις ρίζες της” (πολλές φορές και ως κενή στυλιστική επιταγή) και παρά το γεγονός ότι η λαογραφία αναπτύχθηκε σε σοβαρά επίπεδα ως επιστήμη, η σχέση του σημερινού σώματος της νεοελληνικής κοινωνίας με το ήθος και τα αιτήματα εκείνης της μεταπολεμικής εποχής μοιάζει σήμερα ακατανόητη.

Η Βίλλα στα βόρεια προάστια αντικατέστησε την πολυκατοικία στην Κυψέλη η οποία είχε ήδη αντικαταστήσει τους συκοικισμούς στο Δουργούτι και την παράγκα. Κανείς σήμερα δεν μοιάζει να θέλει να ακούει για παράγκες.

Ο Καραγκιόζης, η πρωταγωνιστική φιγούρα του ελληνικού (αλλά και του τουρκικού) θεάτρου σκιών άλλοτε σύμβολο του Νεοέλληνα ανθρωπάκου μοιάζει σήμερα εξωτικό ανθρωπολογικό δείγμα άλλης χώρας: ζει σε παράγκα η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το πολυτελές παλάτι του άρχοντα-βεζίρη ενώ μονίμως σαρκάζει και εξαπατά την εξουσία.

Τα σκίτσα του Μποστ καταγράφουν με ανάλογο ρεαλισμό με επιπλέον χιούμορ και σαρκασμό στη θέση της αισθητικής. Η εποχή βρήκε τον καταλληλότερο χρονικογράφο της…

«Ότι ήταν ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Μέντης Μποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. Ο πρώτος, ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Αι διάφοραι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματα του το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά δια να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων». Ο Μποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξης αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι του και οι γνωστοί του έδειχναν μεγαλυτέραν κατανόησιν…» έγραφε ο ίδιος ο Μποστ για τον εαυτό του.

Ήταν αλήθεια. Ο Μποστ ήταν ένας Λεονάρντο ντα Βίντσι για τη μεταπολεμική Ελλάδα.

Ήταν ο κατάλληλος Λεονάρντο για να συνθέσει το χάος επιδράσεων και παραδόσεων (και κυρίως προκαταλήψεων) που έπαιρνε η μία τη θέση της άλλης σε μια ταραγμένη Ελλάδα που κρατούσε ακόμη ζωντανή την παράδοση των δημοτικών ή των ρεμπέτικων τραγουδιών, ενός Καραγκιόζη που δάγκωνε ακόμη και που το ήθος της αγροτικής ζωής σήμαινε ακόμη κάτι. Όμως ο Μίκυ Μάους ήταν προ των πυλών. Και μαζί του η Κόκα Κόλα, η τηλεόραση, το Χόλυγουντ και τα γουέστερν. Αλλά και οι πολυκατοικίες μέσω της επερχόμενης μανιώδους αστυφιλίας. Τα πράγματα όμως ήταν ακόμη μπερδεμένα και κανείς (;) δεν ήξερε ποιος θα επικρατήσει τελικά. Μήπως οι Έλληνες του ’55 ήταν αφελείς; Οι Έλληνες μπορεί, ο Μποστ όμως όχι.

Δίπλα στον σκληρό, κυνικό σαρκασμό του Μποστ ο σύγχρονός του, Μικρός Ήρως έμοιαζε προϊστορικός. Η όλη καλλιτεχνική αντίληψη του Μποστ ήταν ασφαλώς μπροστά από την εποχή του παρ΄ότι στο σχέδιο και τον λόγο αποτυπώνονταν αιώνες τοπικής πολιτισμικής παράδοσης: Στα χρωματοσώματα του Πειναλέοντα, της Ανεργίτσας και της μαμάς τους είναι καταγραμμένοι ο Αριστοφάνης, ο Σουρής, ο Καραγκιόζης και ο Θεόφιλος. Ναι, ο Μποστ ήταν μπροστά από την εποχή του. Το δυστύχημα είναι ότι δεν υπήρξε (τότε) το ανάλογο του στη λογοτεχνία, τη μουσική ή τα «σοβαρά» εικαστικά. Αν είχαν υπάρξει αυτά τα υποθετικά ανάλογα ίσως η σχιζοφρένεια της ελληνο-ταυτότητας που στοίχειωσε τη δεκαετία του ’70 να είχε θεραπευθεί αναίμακτα.

Το μαύρο (κατάμαυρο) χιούμορ του έμοιαζε ίσως εκτός πραγματικότητας τότε. Κι όχι μόνον στην Ελλάδα. Εν πολλοίς τα σκίτσα του Μποστ από το τέλος της δεκαετίας του ’50 και εντεύθεν προηγούνται ακόμη και των underground comix που γεννήθηκαν μαζί με το ξέσπασμα στο Σαν Φρανσίσκο του ‘67. Αξίζει να κάνει κανείς τη σύγκριση. Μαύρο χιούμορ. Δυσκολεύεται ο αμύητος στη δουλειά του Μέντη Μποσταντζόγλου να καταλάβει για πόσο μαύρο χιούμορ μιλάμε.

Η σχεδιαστική αποτύπωση και μόνον καταστάσεων στα όρια του splatter από την πέννα του προκαλεί αβίαστο γέλιο. Τα σχόλια επιτείνουν την κατάσταση: «Άτυχος νέος σφάζων την σύζυγον αφτού ακούων μαρούλα, εις την οικείαν των λόγον ιποψίε κε βάφοντος δι΄έματα οι τοίχοι της Μαρούλας» (πόσο άχαρη είναι στη μονοτονική μεταγραφή τους οι διεστραμμένες ανορθογραφίες του), «Ο κανίβαλος τρόγοντος ευρών την υπόλοιπον νέαν κε ο νέος λέγων αφστηρώς: – Με ποίον δικαίωμα τρόγεις ξένην περιουσία;». Κομμένα χέρια, πόδια, αίμα (από μαύρο μελάνι φυσικά), καρτουνίστικα ψάρια «με κάτι μασέλες να» όμως, κατασπαράζουν τον «πνηγμένον νέον». Ναι, δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο στην σκληρότητα και την οξύτητά του στην Ελλάδα του ’60 που γέλαγε (συνήθως) με τα «αστεία» του Σακελλάριου και του Ψαθά.

Ο Μποστ υπήρξε ο μεγάλος μαστροχαλαστής της ελληνικής γλώσσας κινούμενος στα χαρακώματα ανάμεσα στην επίσημη καθαρεύουσα και τους νεωτεριστές της δημοτικής.

Πιθανότητα αδιαφορώντας για αμφότερους. Εξάλλου η δική του γλώσσα ήταν πιο ακριβής. Ναι το μονοτονικό στο οποίο είναι (αναγκαστικά) γραμμένο αυτό το κείμενο δεν μπορεί να αποδώσει πλήρως την ευρηματικότητα των εκφράσεων που εκστομίζουν «οι κακοήθεις αλήτες ενοχλούντες με ασέμνους εκφράσεις την ωραίαν Αλάρ»: «Τι οραία που είσθε», «Αχ, Εσύ», «Σε ποθώ», «Πασσά μου», «Κούκλα μου», «Πουκιά και συγχώριο», Μποστ. Όλα αυτά μέσα από τα «συννεφάκια» που βγαίνουν από τα στόματα των ηρώων. Τα είχε πάρει από τα «μίκυ μάους» άραγε ο Μποστ ή αναγκάστηκε να τα εφεύρει ο ίδιος; Ποτέ δεν θα μάθουμε. Όμως αυτά τα «αμερικάνικα» συννεφάκια έδεσαν μια χαρά με τις άσχημες καραγκιοζόφατσες των Νεοελλήνων (του;).

Αν υπάρχει ένας και μόνο λόγος που μας λείπει ο πανέξυπνος αυτός άνθρωπος είναι γιατί με ένα μόνο σκίτσο του θα κατατρόπωνε όλους αυτούς τους νοσταλγούς του «κλασσικού ελληνικού κάλλους».

Ίσως δε να κατάφερνε να μειώσει και τις (χιλιάδες στα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας) βαπτίσεις Κωνσταντίνων και Αλέξανδρων. Έλεος. Σε λίγο καιρό τα ονόματα Φανούρης, Παντελής, Νώντας, Πειναλέων θα καταντήσουν συλλεκτικά. Ίσως έτσι πάρουν αξία. Όπως και ο Μποστ.

Ήταν και διεθνής ο Μποστ. Λίγο πριν σκάσει η Ποπ Αρτ αυτός την ασκούσε ήδη. Τα μικρά ασπρόμαυρα σκιτσάκια του τυπωνόντουσαν σε χιλιάδες αντίτυπα, σε φθηνό χαρτί εφημερίδας και έτσι γινόταν μαζικός. Κι όμως ήταν τόσο «εικαστικός» όσο λίγοι. Φυσικά τότε κανείς δεν μιλούσε για την «κρίση του τελάρου» ή την «παρακμή του θεσμού των γκαλερί». Ή τη «Νέα Βρετανική Τέχνη». Μια αστική τάξη που πλέον τα είχε βγάλει μια χαρά πέρα με τη μεταπολεμική κρίση και τον εμφύλιο ήταν πανευτυχής να «επενδύει» στους in ζωγράφους της εποχής. Τώρα το πώς άντεξαν στο τεστ του χρόνου όλοι εκείνοι, αυτό είναι άλλο θέμα.

Politically correct δεν υπήρξε ποτέ ο Μέντης Μποσταντζόγλου. Και μια από τις πιο αστείες θεματολογικές ενότητες που δημοσιεύει στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είναι οι σκιτσο-ιστορίες με άγγλους σταυροφόρους και τούρκους «μερακλήδες».

«….Έλα λουλούδι του Γιλμάζ πριν σταλής εις τον χασάπη. Έλα εις την σκηνήν μας να δης τι είναι αυτό που το λένε αράπη» προσκαλούν οι τούρκοι φύλακες τον Άγγλο τροφαντό αιχμάλωτο.

Αλλού παραφράζωντας το γνωστό τραγούδι του Χατζιδάκι (τυχαία;) ο Τούρκος στρίβει μερακλίδικα το μουστάκι του τραγουδώντας, στέλνει τον γάτο (!) του να μεταφέρει το μήνυαμ: «Πως τον λεν, πως τον λεν τον κουνηστόν; Ουϊνστών, Ουϊνστών. Να του πης ένα νέον βιαστικόν, μυστικόν, μυστικόν. Πες του κάποιος γνωστός του τον θέλει να κεράση τον Ουίνστων παστέλι και ας έρθη μαζύ του τα βράδυα αν πάρη άδεια, αν πάρει άδεια. Πες επίσης εις τον φίλο του να γνωρίζη ότι έχω και παστουρμά που μοσχομυρίζει να του δίνω να τρώη όσο θέλει, δεν με μέλει, δεν με μέλει». Και ο γάτος απαντά επίσης με συννεφάκι «πήγαινε και θα έρθουνε, μην κάμης φασαρία, τρελλαίνονται για παστουρμά ιδίως Καισαρείας».

Και μιλώντας για Τουρκία, αν ο τουρκικός Καραγκιόζης (Karagöz) ήταν από γεννησιμιού του ενήλικος και βωμολόχος, ο Μποστ αναλαμβάνει να μεταφέρει στην ελληνική παράδοση της Γκόλφως και του Προς τη Νίκην, μια δόση αμαρτίας. Όχι, δεν είναι politically correct ο Μποστ. Αυτό είναι ίσως το στοιχείο που τον κρατάει μακρινά από τις αγγλοσαξωνικές εικαστικές (και όχι μόνον) κοινότητες των ‘90s. Αλλά από την άλλη υπάρχει άλλος που μπορεί να καταλάβει το ελληνικό χιούμορ από τον Έλληνα. Ή μήπως οι τόσες προσπάθειες (εδώ και τρεις σχεδόν δεκαετίες) να εξαγάγουμε την ελληνική τέχνη απέφεραν τίποτε μαζικά συγκεκριμένο; ΄Εχει σημασία ότι δεν εξήχθη τελικά ο Σαββόπουλος στην αλλοδαπή; Του κάνει αυτό λιγώτερο σημαντικό από τον Ντέμη Ρούσσο;

Φυσικά και είναι αδύνατον να διαχωρίσει το «εικαστικό μέρος» από τον λόγο στα καρέ του Μποστ. Κείμενο, σχόλια αλλά και γενικώτερα η «εννοιακή» πλευρά είναι αλληλένδετα. Όπως άλλωστε (σχεδόν) σε κάθε τι «εικαστικό» στη δεκαετία μας.

Ίσως γι΄αυτό αναγνωρίζουμε εύκολα τους επιγόνους του στην ελληνική εικαστική κοινότητα, όπως ο Διαμαντής Αϊδίνης, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο Νίκος Χαραλαμπίδης και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ναι, αυτός ο τελευταίος δεν είναι ακριβώς εικαστικός αλλά ούτε και ο Μποστ άλλωστε. Για όλους αυτούς ο λόγος έχει (με άλλο τρόπο για τον καθένα βέβαια) πρωτεύουσα σημασία. Όπως και για τον δάσκαλο: «Γάλλοι τρώγοντας γάλον», “Η μάβρη ζωή μιας λεφκής», «Του Κίσι η μάνα (γιαπωνέζικο Δημώδες)», «Μετά την Δεκσίοσις», «Νύχτες του Καμπούρια»: μερικοί τίτλοι των σκιτσοθεατρικών έργων του παραλόγου που συμπύκνωνε ο Μποστ μέσα σε ένα καρέ δέκα επί δέκα εκατοστά.

Ακόμη και η «Φαύστα», το έργο που τον εκτόξευσε σε ένα άλλο κοινό μέσα σε ένα τέτοιο καρέ ξεκίνησε την καριέρα της. «Ζε σουή μπατίρ», «Θα σου δώση ο πατήρ». Ο «πριγκιποφάγος Βαλδουίνος όστις εχρεωστεί και η σώφρων σύζυγος αυτού» συνάπτουν αυτόν τον σύντομο αλλά τόσο ουσιαστικό διάλογο. Βυζάντιο, Πικάσο και Αδερφοί Μαρξ. Καραγκιόζης, Θεόφιλος και Μίκυ Μάους. Δύο παραδειγματικές τριάδες που εμπεριέχονται περιέργως εξίσου σε κάθε ένα από αυτά τα ούτως ή άλλως συμπυκνωμένα καρέ του Μποστ.

Πιθανόν αυτός να ήταν και ο μόνος γηγενής μοντερνισμός που συνέβη στην ταλαιπωρημένη αυτή χώρα. Πιο πολυδιάστατος στις αναφορές του από τον Γκίκα (και βέβαια πολύ πιο ποπ), πολύ λιγότερο γραφικός ή μελό από τον Τσαρούχη, πολύ πιο (πραγματικά) ελληνοπρεπής από τον Μόραλη (και εξίσου λαϊκός με τον Θεόφιλο). Η (ούτως ή άλλως σημαντικότατη) εικαστική «γενιά του ‘30» κατατροπώνεται από έναν «σκιτσογράφο»; Μια τέτοια πιθανότητα ανατριχιάζει ακόμη ορισμένους κύκλους εντός εκτός και επί τα αυτά μια συγκεκριμένης πλατείας του κέντρου των Αθηνών. Όμως κινδυνεύει σοβαρά να είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα, ο ίδιος αν διάβαζε αυτές τις γραμμές πιθανόν να πρόσθετε: «Αφτά όλα είναι ανοησείαι κε κουτσομπολιέ άνεφ σημασήας, εδώ όλοι σκοτώνονται εις τας διμοπρασίαι καλλιτεχνόν μεγάλης αξίας».

Θανάσης Μουτσόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Σχολή Αρχιτεκτόνων, ΕΜΠ.