επιμέλεια Αναστασία Νικολάου* //

Η κατανόηση της αλήθειας είναι στενά συνδεδεμένη με την οπτική αντίληψη. Είναι, άραγε, αυτό αρκετό; Η αλήθεια είναι κάτι μεγαλύτερο από όσα μπορούν να δουν τα μάτια μας. Η κατανόησή της είναι υπόθεση και των υπόλοιπων αισθήσεών μας. 

“Δεν πιστεύω τίποτα αν δεν το έχω δει με τα μάτια μου.” Ακούτε συχνά αυτή τη φράση. Σπάνια διατυπώνεται κάτι όπως: “Δεν πιστεύω τίποτα που δεν έχω μυρίσει ο ίδιος.” Η όραση κατέχει έναν εξέχοντα ρόλο στις ζωές μας.

Ακόμη και στη γλώσσα της εκπαίδευσης, σε ένα λεξιλόγιο που ιστορικά ανήκει στη φιλοσοφία, υπάρχουν αναφορές στο προνόμιο της θέασης των πραγμάτων και του κόσμου.
Η ευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση είναι έντονα επηρεασμένη από την ιδέα ότι αυτό που μπορεί να δει κανείς “καθαρά και ευδιάκριτα” είναι επίσης αληθινό. Η φράση “καθαρά και ευδιάκριτα” είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Ρενέ Ντεκάρτ, ο οποίος παραδοσιακά θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας.
Το γεγονός ότι η αίσθηση της όρασης θεωρείται τόσο αξιόπιστη ώστε να εξισώνεται με τη γνώση της αλήθειας δεν προκαλεί έκπληξη. Ο άνθρωπος διαθέτει μάτια: Συνήθως δεν μπορούμε να ακούσουμε πού βρίσκονται τα έπιπλά μας και δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα μέρος αποκλειστικά από τη μυρωδιά του. 
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, γνωρίζουμε ότι η οπτική μας αντίληψη μπορεί να μας εξαπατήσει. Όμως, έχοντας τη δυνατότητα να συγκρίνουμε και να αντιπαραβάλλουμε τις οπτικές μας εντυπώσεις με άλλες πηγές νόησης, γνωρίζουμε τι “θα έπρεπε” να βλέπουμε στην πραγματικότητα αντί για αυτό που βλέπουμε, και εξακολουθούμε να θεωρούμε τον κόσμο ως έναν κόσμο που, σε γενικές γραμμές, αντιλαμβανόμαστε σωστά οπτικά.

Δεν φαίνονται όλα (λογικό δεν ακούγεται αυτό;)

Η επιστημονική κατανόηση του κόσμου, ωστόσο, λειτουργεί αρκετά διαφορετικά με αντικείμενα που δεν είναι ορατά, ενδεχομένως ούτε με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Ένας ιός μπορεί να φανεί μόνο στην οθόνη ενός ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και με γυμνό μάτι δεν είναι ορατός. Ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο ομοίως.
Επομένως, η φιλοσοφία, και ιδίως η επιστημολογία και η φιλοσοφία της επιστήμης, ασχολήθηκε επί αιώνες εντατικά με την αντίληψη ότι η αλήθεια είναι “ορατή” και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να την “κοιτάξουμε” με κάποιο αμερόληπτο τρόπο για να τη γνωρίσουμε. Τελικά, η σκέψη μας για το πώς λειτουργούν οι αισθήσεις μας σε βιολογικό και νευροεπιστημονικό επίπεδο επηρεάζεται, με τη σειρά της, από αυτές τις πατροπαράδοτες φιλοσοφικές ιδέες.
Αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, από το γεγονός ότι η αίσθηση της όσφρησης αντιμετωπίζεται κάπως διαφορετικά στη σύγχρονη νευροεπιστήμη και τη γνωστική επιστήμη. Οι άλλες αισθήσεις φαίνεται να ελέγχονται τουλάχιστον κατά προσέγγιση από την ιδέα ότι ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου προβάλλεται στον εγκέφαλο, κατά κάποιον τρόπο, έτσι ώστε οι δομές μιας εικόνας που βλέπουμε ή ενός ήχου που ακούμε να μπορούν με κάποιο τρόπο να ανακτηθούν αναλογικά ως νευρωνικό μοτίβο. Ωστόσο, όταν πρόκειται για τη μυρωδιά, η διαδικασία αυτή είναι πολυπλοκότερη.

Η συνειδητοποίηση ότι δεν λειτουργούν όλες οι αισθήσεις όπως η όραση μπορεί να βοηθήσει να οξύνουμε την κριτική μας σκέψη σχετικά με το πώς αποκτούμε ασφαλή γνώση για τον κόσμο. Ομοίως και η φιλοσοφία θα μπορούσε να αφορά όχι μόνο στη θέαση των πραγμάτων, αλλά και στη μυρωδιά τους.

*Η Αναστασία Νικολάου είναι ψυχολόγος