Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αυτοκτονία μεταξύ των παιδιών είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και είναι η δεύτερη αιτία θανάτου σε νεότερες ηλικίες 10–24 ετών.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας και του εγκλεισμού για την COVID-19, οι απόπειρες αυτοκτονιών μεταξύ παιδιών που πηγαίνουν στο σχολείο αυξάνονται σημαντικά. Αναφορές από διάφορα μέρη του κόσμου έδειξαν επίσης σημαντική αύξηση των θανάτων σε παιδιά λόγω αυτοκτονίας κατά την περίοδο του λοκντάουν σε σχέση με την περίοδο πριν από αυτό, της τάξης του 9,3% , καθώς και αύξηση 33% στον αριθμό των παιδιών που προβαίνουν σε αυτοτραυματισμούς. Το ανησυχητικό αυτό φαινόμενο συχνά δεν αναφέρεται και δεν καταγράφεται παρά τη σοβαρότητά του.

Αν και τα μέτρα αντιμετώπισης για την καταπολέμηση του ιού είναι ζωτικής σημασίας, το παρατεταμένο κλείσιμο του σχολείου και ο εγκλεισμός στο σπίτι μπορεί να έχουν επιζήμια επίδραση στα παιδιά. Η πανδημία και τα μέτρα αντιμετώπισής της έχουν οδηγήσει στο πλήρες κλείσιμο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε πολλά μέρη του κόσμου. Η πανδημία φαίνεται να έχει προκαλέσει σημαντικά ψυχοκοινωνικά δεινά, οδηγώντας στην ανάπτυξη ή επιδείνωση του φόβου, της αγωνίας, του άγχους, της κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένων επίσης και ακραίων αυτοκτονικών σκέψεων μεταξύ των παιδιών σχολείου.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης στην ψυχική υγεία των παιδιών είναι ένα ζήτημα που συχνά παραμελείται από τις οικογένειες και την κοινωνία, οδηγώντας σε σοβαρές αστοχίες.

Συγκεκριμένα, δεν είναι μόνο τα νούμερα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά το γεγονός των επιτακτικών προβλημάτων ψυχικής υγείας των νέων και η κραυγή τους για βοήθεια και υποστήριξη. Η παραμονή στο σπίτι κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού είναι μια αγχωτική και απαιτητική κατάσταση για πολλά παιδιά. Το κλείσιμο του σχολείου σημαίνει επίσης πως δεν έχουν τόπο για να ξεφύγουν από τις δυσκολίες των σπιτιών τους πλέον.

Είναι σημαντικό ότι πολλά παιδιά αντιμετωπίζουν συναισθηματικό τραυματισμό λόγω διαφόρων ψυχοκοινωνικών και στρεσογόνων παραγόντων όπως είναι, για παράδειγμα, ο παρατεταμένος περιορισμός σε ένα εχθρικό οικογενειακό περιβάλλον, η κακή επικοινωνία, η έλλειψη αλληλεπίδρασης με φίλους και δασκάλους, η πίεση που σχετίζεται με τη μελέτη, οι ανησυχίες σχετικά με την παρακολούθηση διαδικτυακών μαθημάτων, η έλλειψη κατάλληλης διευκόλυνσης για παρακολούθηση μαθημάτων στο διαδίκτυο, η οικονομική κρίση στην οικογένεια, η υπερβολική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και οι φόβοι μετάδοσης. Όλα τα παραπάνω έχουν τραυματικές και διαρκείς επιπτώσεις στα παιδιά. Επιπλέον, ο εγκλεισμός έχει επιδεινώσει προβλήματα όπως η γονεϊκή πίεση, η επίπληξη, οι καθημερινές εντάσεις, η ενδοοικογενειακή βία και η κατάχρηση ουσιών, που βλάπτουν τα παιδιά.

Τα αγχωτικά συμβάντα ζωής, οι συνθήκες ψυχικής υγείας και το οικογενειακό περιβάλλον αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για αυτοκτονική συμπεριφορά μεταξύ των παιδιών. Σοβαρότεροι κίνδυνοι είναι η έκθεση σε παραμέληση, η σωματική, συναισθηματική και σεξουαλική κακοποίηση και βία· και η οικονομική κρίση στο σπίτι που προκλήθηκε από αυτήν την πανδημία και που φαίνεται πως οδηγεί στα αυξημένα ποσοστά αυτοκτονίας μεταξύ των παιδιών. Επιπλέον, η μοναξιά και η απουσία κοινωνικής υποστήριξης και σταθερών κοινωνικών σχέσεων συσχετίζονται με τις αυτοκτονικές συμπεριφορές.

Στον αντίποδα βρίσκονται η γονική δέσμευση, η υποστηρικτική οικογένεια, η κοινωνική σύνδεση, οι στενοί φίλοι, η συμπεριφορά που αναζητά βοήθεια και διάφοροι άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ψυχικής ανθεκτικότητας και αναγνωρίζονται ως ιδιαιτέρως κρίσιμοι και αποφασιστικοί για την προστασία των παιδιών.

Το αυξανόμενο ποσοστό αυτοκτονικών συμπεριφορών μεταξύ των παιδιών είναι ένα πολύ σοβαρό ψυχοκοινωνικό ζήτημα που απαιτεί επιτακτική μέριμνα για την πρόληψή του κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την εποχή της COVID-19. Χρειάζονται συλλογικές προσπάθειες όλων των ενδιαφερομένων στην κοινωνία, ώστε να παρέμβουν αποτελεσματικά σε επίπεδο ατόμου, οικογένειας και κοινότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανίχνευση και η κατανόηση των προειδοποιητικών σημαδιών, των κινδύνων και των προστατευτικών παραγόντων είναι εξαιρετικά ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για τους επαγγελματίες της υγείας αλλά και για το κοινό, συμπεριλαμβανομένων των γονέων, των δασκάλων, του μαθητικού πληθυσμού και όσων εργάζονται σε διάφορους τομείς και υπηρεσίες που συνδέονται με μαθητές.

Οι γονείς και οι δάσκαλοι διαδραματίζουν φυσικά τον πιο σημαντικό ρόλο στην πρόληψη αυτοκτονιών μεταξύ των παιδιών του σχολείου. Οι δεξιότητες των γονέων καθίστανται αποφασιστικές, όταν τα παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο.
Παιδιά από οικογένειες με ασφαλή δεσμό προσκόλλησης μεταξύ γονέα-παιδιού έδειξαν βελτιωμένες κοινωνικές δεξιότητες και ικανότητες αντιμετώπισης προκλήσεων, λιγότερα προβλήματα ψυχικής υγείας και λιγότερη συμμετοχή σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονικής συμπεριφοράς. Καθώς το ποσοστό αυτοκτονικής συμπεριφοράς μεταξύ των παιδιών έχει παρουσιάσει σημαντική άνοδο, υπάρχει επείγουσα ανάγκη για ανοικτές γραμμές υποστήριξης που να παρέχουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας σε όλα τα παιδιά χωρίς εμπόδια.

Οι υπηρεσίες τηλεδιάσκεψης ήταν αποτελεσματικές στην παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας στα παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης των αυτοκτονικών συμπεριφορών τους και στην παροχή βοήθειας σε ευάλωτες οικογένειες ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν.

Η βασική γνώση του κοινού σχετικά με το «πώς να παρέμβουμε ή να υποστηρίξουμε παιδιά που κινδυνεύουν» είναι ζωτικής σημασίας σε αυτή τη φάση της πανδημίας. Οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας και οι νομικές υπηρεσίες πρέπει να ενισχυθούν και θα πρέπει να είναι «φιλικές προς τα παιδιά» για την αντιμετώπιση διαφόρων ειδών τραυματικών εμπειριών, όπως κακοποιήσεις, παραμέληση και εκμετάλλευση.

Κατά κύριο λόγο, κάποιος θα πρέπει να συνεργαστεί με τα παιδιά για να δημιουργήσει μια ουσιαστική αλλαγή, αντί να τους επιβάλλει μόνο μέτρα, αντιμετωπίζοντας τις συναισθηματικές, ψυχοκοινωνικές, σωματικές και οικονομικές τους ανάγκες. Επιπλέον, πρέπει να δοθεί έμφαση στα δυνατά σημεία της προσωπικότητάς τους και την ψυχική τους ανθεκτικότητα.
Όλες οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της αυτοκτονικής συμπεριφοράς μεταξύ των παιδιών, κατά τη διάρκεια και μετά την υγειονομική κρίση της COVID-19, θα πρέπει τελικά να στοχεύουν στην ανάδειξη της «συνολικής ευημερίας τους» και να καταστούν εθνική προτεραιότητα για την υγεία.