Κώστας Β. Ζήσης

Το Θέατρο για τον Μολιέρο ήταν τα πάντα, η ζωή και ο θάνατος. Βαριά ταλαιπωρημένος στην υγεία του, αφήνει  την τελευταία του πνοή στο σανίδι ερμηνεύοντας τον Αργκάν, τον «Κατά φαντασίαν ασθενή»  στο τελευταίο ομώνυμο έργο του. Αγαπημένο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας, η Σοφία Καραγιάννη και η ομάδα Gaff το φρεσκάρουν και το επαναδιατυπώνουν στη σκηνή του 104, εν μέσω της ατυχούς συγκυρίας της πανδημίας. Τον κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ενώ τον πλαισιώνουν οι Κωνσταντίνος Πασσάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κορίνα Θεοδωρίδου, Κωνσταντίνος Παράσης, Γεωργία Κυριαζή και η ίδια η σκηνοθέτις  Σοφία Καραγιάννη. Βρέθηκα στην γενική πρόβα της παράστασης και συνομίλησα με τους συντελεστές της, μια ημέρα πριν την (κυριολεκτικά) πρωτοχρονιάτικη πρεμιέρα της.

Σε ένα σκηνικό περιβάλλον που δίνει το έναυσμα και την προτροπή για νε ξεδιπλωθεί σαν ένα σκερτσόζικο παιχνίδι η ιστορία, ένα δωμάτιο –ολοκληρωμένο λουτρό, που χρωματίζεται από παιδικά αξεσουάρ (παπάκια, ψαράκια, σωσίβια, γκιο-γκιο),  η Σοφία Καραγιάννη αφηγείται την ιστορία του Αργκάν, του πολυσύνθετου αυτού Μολιερικού χαρακτήρα, με νέα αντίληψη, πέρα από χρόνο και τόπο. Οι αλλαγές των ονομάτων των ηρώων, προσαρμοσμένες απόλυτα σε ιατρικούς όρους και εργαλεία σε συνδυασμό με τη φραστική εργαλειοποίηση των ασθενειών ανοίγουν ξεχωριστούς κωμικούς ορίζοντες στο έργο.  Με ιατρικούς όρους, θα μου μιλήσει και για την διαδικασία της παράστασης: «Μετά από τόσο εγκλεισμό και ταλαιπωρία, ο Μολιέρος έρχεται  να μας θυμίσει πως το γέλιο είναι το καλύτερο φάρμακο. Τις πρόβες μας  θα μπορούσα να τις χαρακτηρίσω πολύ αναβράζουσες, η διασκευή  έγινε με γενική αναισθησία, η διαδικασία εξαιτίας της χρήσης μάσκας ήταν αρκετά επίπονη, χρειάστηκαν αντιβιοτικά για τους ιούς που έχουν οι χαρακτήρες του έργου και  σε γενικές γραμμές η επέμβαση πέτυχε αλλά ο ασθενής θεραπεύτηκε;»

Τον περίφημο ήρωα Αργκάν, αυτόν τον φαινομενικά απλοϊκό χαρακτήρα, που όμως πίσω του «κρύβεται μια φύση σύνθετη, αληθινά ανθρώπινη» (Άγγελος Τερζάκης),  και που μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει τον ίδιον τον εξασθενημένο και αγανακτισμένο από τους γιατρούς της εποχής Μολιέρο, τον ερμηνεύει με ευρύτητα πνεύματος ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης. Δεν περιορίζει τον ρόλο  στην μονοδιάστατη αποτύπωση ενός γκρινιάρη παραλυμένου, αλλά «παίζει» και σαρκάζει τον ίδιο τον χαρακτήρα του, με παιδική θαρρείς αφέλεια και πείσμα.  «Απορώ πως δεν έχω πεθάνει ακόμα» αυτοσαρκάζεται. Θερμόμετρα, οξύμετρα, ακροαστικά, πιεσόμετρα μπαίνουν στην υπηρεσία του. «Με συγκινεί ιδιαίτερα το γεγονός πως ο Μολιέρος όταν έπαιξε τον Αργκάν ήταν βαριά άρρωστος. Το τραγικό της ζωής του έγινε κωμικό στη σκηνή, ο πραγματικός ασθενής παίζει τον ψεύτικο ασθενή. Πέθανε στην τέταρτη παράσταση του έργου και μάλιστα λένε πως επειδή φορούσε πράσινα ρούχα, για πολύ καιρό απέφευγαν να χρησιμοποιούν το πράσινο χρώμα στις παραστάσεις. Και τώρα που το σκέφτομαι βλέπω πως η  σκηνογράφος μας, Γεωργία Μπούρδα, έχει βάλει πολύ πράσινο στο σκηνικό» θα μου πει γελώντας και θα συμπληρώσει «Έχω αδυναμία, ατονία, αυπνία, ατροφία, αλλεργία, αρρυθμία, αναφυλαξία, δυσανεξία, ημικρανία… και ένα πάθος για φροντίδα από το περιβάλλον μου που με τυφλώνει σε τέτοιο βαθμό που με απομονώνει από την πραγματικότητα με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνομαι πόσο παρασιτικά τελικά λειτουργούν οι γύρω μου».

Αλλά και οι υπόλοιποι ήρωες, που  πλαισιώνουν τον Αργκάν, προσεγγίζουν τους ρόλους με σύγχρονη αντίληψη στην σωματική τοποθέτηση, στην κίνηση, και στα εκφραστικά μέσα, μεταφέροντας στη σκηνή ανθρώπινους τύπους και χαρακτήρες.

Ο Κωνσταντίνος Πασσάς έχει επωμιστεί τον ρόλο της «επιστήμης»: τον απαρχαιωμένο προγονολάτρη  και γεμάτο ψυχοσωματικά τικ και εμμονές γιατρό Ντεφορμολί, και τον γιατρό Θεό-τιμωρό και στα όρια της διαταραχής γιατρό Πιγκάλ, και οι δύο τσαρλατάνοι της ιατρικής. «Αγαπημένοι ρόλοι και οι δύο. Μπορεί να φλερτάρουν με την υπερβολή, το άκρο, το σχήμα, αλλά δικαιολογείται η όλη τους παρουσία από την ανάγκη για έλεγχο των καταστάσεων και των συνθηκών που τους εξυπηρετούν και τους βολεύουν. Από μια άλλη σκοπιά, είναι και οι δυο τους φοβισμένα πλάσματα, που προτάσσουν το “κοστούμι” της γνώσης, του εγωισμού και της  εξειδίκευσης και εκμεταλλεύονται τον φόβο άλλων ανθρώπων δίχως να επιδεικνύουν καμία συμπόνοια και ανθρωπιά» θα εξομολογηθεί ο ηθοποιός.

Ο Αλέξανδρος Τούντας ερμηνεύει και αυτός  δύο ρόλους: με κουτσαβάκικη σωματική και εκφραστική τοποθέτηση τον συμβολαιογράφο Μπονφουμάρ και με πνευματικότητα yogi τον αδερφό του Αργκάν,  Μπεράλντ. Ο ίδιος θα μου πει για τους ρόλους του : «Ο Μπονφουμάρ είναι ένας “συμβολαιογράφος” της πιάτσας. Μυρίζει το χρήμα, όπως ο καρχαρίας μυρίζει το αίμα. Είναι επαγγελματίας κομπιναδόρος και η ειδικότητά του είναι να στήνει απάτες, να αποπροσανατολίζει, να μπερδεύει και τελικά να αποσπά χρήματα από ανυποψίαστα θύματα προς όφελος του ίδιου και όσων ζητούν τις υπηρεσίες του. Ο Μπεράλντ σε αντίθεση με τον Αργκάν, απορρίπτει τις ακραίες μεθόδους των γιατρών και τις συνταγές τους. Ο ίδιος έχει επιλέξει την προσωπική του “κάθαρση” μέσα από εναλλακτικές πρακτικές. Υμνεί τη φύση και την φυσική ροή των πραγμάτων. Αντιλαμβάνεται ότι ο αδερφός του έχει χάσει κάθε έλεγχο επηρεάζοντας πλέον και τις ζωές των γύρω του. Προσπαθεί να τον συνετίσει, φλερτάροντας με την “υπεροξυγόνωση” που προκαλεί  ο ίδιος στον εγκέφαλό του από το πολύ breath in-breath out»

Η Κορίνα Θεοδωρίδου ερμηνεύει την Μπιμπελίν, την δεύτερη σύζυγο του Αργκάν,  με ταπεραμέντο και με εύστοχη διπροσωπία: «Η γυναίκα αυτή, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικότητας  πιστής στο ρητό “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και θέλει μόνο να περνάει καλά. Αδιαφορεί για τον σύζυγό της, ενισχύει την αδυναμία του, τον κρατάει ευνουχισμένο και μηχανορραφεί για να κληρονομήσει την περιουσία του αφού ξεφορτωθεί τις κόρες του. Είναι κατά βάση ανασφαλής. Επιζητεί την οικονομική σταθερότητα με κάθε κόστος και είναι έτοιμη να αίρει κάθε ηθική αναστολή για μια ζωή γεμάτη πλούτη».

Δροσερή, έντονα σωματική και με νεανικό πείσμα και ορμή η ερμηνεία της Γεωργίας Κυριαζή στο ρόλο της κόρης του Αργκάν, με το όνομα Αλλερτζίκ! «Πλάσμα ευαίσθητο  και αντιδραστικό! Αγαπάει τον πατέρα της και τάσσεται ενάντια στη μητριά της και  στις μηχανορραφίες της. Δεν φοβάται να εκτεθεί. Διεκδικεί έναν καλύτερο κόσμο για εκείνην και γι’ αυτούς που αγαπάει ! Είναι  ένα κορίτσι γεμάτο αυθορμητισμό και όρεξη για ζωή.  Σε ένα σπίτι όπου η αλγοφοβία οδηγεί στην απόλυτη αναισθητοποίηση και κάθε πόνος φαίνεται ανώδυνος,  η Αλλερτζίκ θα ήθελε να πεθαίνει από έρωτα  κάθε στιγμή! Άλλωστε, τι πιο ζωντανό απ’ το να πεθαίνει κανείς από έρωτα;» θα κάνει την καίρια αντίστοιξη για το ρόλο της.

Την πολύ δύσκολη εναλλαγή στους δύο υποψήφιους γαμπρούς για την Αλλερτζίκ, την επιλογή του πατέρα της Αργκάν, τον γιό του Ντεφορμολί , Πτομά και τον αγαπημένο της Κορτιζόν, έχει αναλάβει ο Κωνσταντίνος Παράσης, ο οποίος καταφέρνει με ευλυγισία να μεταλλάσσεται από την αυτιστική προσωπικότητα του ενός στην ραπ ιδιοσυγκρασία του δεύτερου, δίνοντας στίγμα και χαρακτήρα στην παράσταση.  Θα μου μιλήσει για τους χαρακτήρες του, ακριβώς όπως θα μιλούσαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους: «Ο Κορτιζόν είναι ένας νέος που δεν τον σταματά τίποτα για να πετύχει τον σκοπό του. Και αυτός είναι ένας: Η καρδιά της Αλλερτζίκ.  Οπλισμένος με θάρρος και άγνοια κινδύνου ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον πατέρα της, Αργκάν, ο οποίος σκοπεύει να την παντρέψει με τον Πτομά, έναν άλλον νέο της αρεσκείας του. Είναι έτοιμος να εξαπατήσει και να παλέψει για τα μάτια της καλής του. Θα τα καταφέρει στο μεγαλύτερο Battle της ζωής του ή όχι άραγε; Ο ερωτικός αντίζηλος από την άλλη είναι λάτρης των μπαμπάδων και των γνώσεων του μπαμπά του, αυτό το αγόρι τα ξέρει όλα. Ή τουλάχιστον ό,τι θυμάται πριν επέλθει κάποια παροδική απώλεια μνήμης. Τον λένε Πτομά και λατρεύει τους Αρχαίους καθώς και τα θηλαστικά, ειδικά αυτά που δεν ζουν πια. Του αρέσουν οι μακρινές βόλτες στα μουσεία και να μελετάει τα ηλιοτρόπια. Εκτενώς. Νιώθει έτοιμος για γάμο, στην τοποθεσία: Δεύτερος Πατέρας. Θα τον βρείτε στο πλησιέστερο σας νεκροτομείο ή μαυσωλείο, να απολαμβάνει την θέα».

Η Σοφία Καραγιάννη, κράτησε για τον εαυτό της τον πολύ κομβικό ρόλο της υπηρέτριας Τουαλέτ(!), και βρίσκεται επί σκηνής μετά από δέκα χρόνια. Ένα συνεχές σπαρταριστό  ζουζούνισμα είναι η ερμηνευτική τοποθέτησή της στην έκφραση του τετραπέρατος και γήινου χαρακτήρα της ηρωίδας της.

Η παράσταση έχει ρυθμό ακατάπαυστο, έχει ζωντάνια, έχει φρέσκο αέρα και επίκαιρη τοποθέτηση χωρίς όμως να γίνεται ευκαιριακή. Χωρίς να αναφέρεται ευθέως στην πανδημία, χρησιμοποιεί την ευστοχία των υπαινιγμών για την στηλίτευση της πραγματικότητάς μας. Έχει και πολύ κέφι.  Σε αυτό συμβάλλει καταλυτικά η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη,  επικεντρωμένη στα μολιερικά ιντερμέδια  του έργου ανάμεσα στις πράξεις του,  τα οποία προσαρμόζονται  στο  σουρεάλ ύφος της παράστασης με τη συμμετοχή σύσσωμου του θιάσου.  «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» έχει να κάνει με τον απόλυτο φόβο του θανάτου και όλα αυτά τα ανόητα πράγματα που κάνουμε  για να τον αποφύγουμε. Είμαστε εφήμεροι και αυτό είναι δύσκολο να το αποδεχτούμε. Πάνω σ’ αυτόν το φόβο ο Μολιέρος στήνει μια φάρσα και καταφέρνει να κάνει όλο αυτό το σκοτάδι ένα πανηγύρι. Το έργο του είναι μια γιορτή της ζωής. Και αυτήν την γιορτή, προσπαθούμε να μεταφέρουμε στην σκηνή με χρώμα, και ζωντάνια» θα δώσει η ίδια η σκηνοθέτις το αποτύπωμα της παράστασης.

«Ο Κατά φαντασίαν ασθενής» είναι δύσκολο έργο. Δύσκολο γιατί ενώ όλα φαντάζουν σε πρώτο επίπεδο, μονοσήμαντα κωμικά και επιδερμικά, κρύβει βαθιά μέσα του, ένα τραγικό μεγαλείο. Και αυτό το τραγικό μεγαλείο, είναι που το αναδεικνύει σε σπουδαία κωμωδία. «Ο Μολιέρος μας έδωσε μια κωμωδία γεμάτη με ψυχικές  νευρώσεις, με ματαιωμένη αγάπη, πρόσωπα με ψεύτικες ταυτότητες, επιδέξιο παιχνίδι λέξεων αλλά κυρίως χαρακτήρες που μπορεί να ανήκουν σε μια άλλη εποχή αλλά τα ελαττώματα τους είναι τόσο διαχρονικά. Τα βάζει με τους «τσαρλατάνους» γιατρούς και την «ευκολόπιστη» πελατεία και τέτοιους δυστυχώς έχουμε και σήμερα πολλούς, και στις δύο κατηγορίες» θα μου πει η Σοφία Καραγιάννη για να κλείσει, «Όταν παλεύεις με ένα έργο που έχει στο κέντρο του τον φόβο για την ανθρωπινή ύπαρξη και την ίδια στιγμή εξαιτίας των εξελίξεων της πανδημίας αυτός ο φόβος είναι  τόσο μεγάλος και παγκόσμιος τότε η πρόκληση είναι μεγαλύτερη καθώς  οφείλεις να αναδείξεις την κωμωδία. Και η ύλη της κωμωδίας είναι αυτό ακριβώς, να σκιαγραφήσει την ανθρώπινη φύση».

Ο «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου  έχει πρεμιέρα το Σάββατο 1 Ιανουαρίου και θα παίζεται κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις  21:15, στο Θέατρο 104.
Εισιτήρια: viva.gr

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Απόδοση – Δραματουργική επεξεργασία:  Σοφία Καραγιάννη, Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Μουσική: Μάνος Αντωνιάδης
Στίχοι τραγουδιών: Ο Θίασος
Επιμέλεια κίνησης: Κατερίνα Γεβετζή
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Πασσάς
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή:GAFF
Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Σοφία Καραγιάννη, Κωνσταντίνος Πασσάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κορίνα Θεοδωρίδου, Κωνσταντίνος Παράσης, Γεωργία Κυριαζή

Θέατρο 104
Ευμολπιδών 41 (σταθμός μετρό Κεραμεικός)
Τηλ. 210 3455020