γράφει η Μαριλιάνα Ρηγουπούλου* //

Μια βαριά μαύρη κουρτίνα ανοίγει τις πύλες της προς τη θεατρική αίθουσα, σκηνικός χώρος ξύλινος, λευκός, ψυχρός παγερός και αιματοβαμμένος καθαρτήριος ή εγκληματικός, με το άψυχο σώμα του Αγαμέμνονα να κείτεται στο βάθος κι ένας χορός που συνταράσσει στιβαρός να γελά ακατάπαυστα σαρκαστικά. Το Σοφόκλειο δράμα «Ηλέκτρα» συγκλονιστικό επί σκηνής.

Στο « Θέατρο Θησείον» η ομάδα μήνυμα L, ανεβάζει την παράσταση με τίτλο: «Σχόλιο για την Ηλέκτρα» βασισμένη στη Σοφόκλεια τραγωδία «Ηλέκτρα».

Ο Σοφοκλής δεν υπήρξε ο πρώτος που ασχολήθηκε με το μύθο των Ατρειδών, προηγήθηκε ο Ευριπίδης.
Όμως ανάμεσα στον Αισχύλο, τον Ευριπίδη και το Σοφοκλή που ασχολήθηκαν με τον ίδιο μύθο, υπάρχουν τόσο σημαντικές διαφορές, ώστε να διαφοροποιείται η μορφολογία των προσώπων που αποκτούν πολυπρισματικές διαστάσεις ηθικού και κοινωνικού κώδικα από έργο σε έργο.

Έτσι ο Σοφοκλής τοποθετεί την Ηλέκτρα την κόρη του Αγαμέμνονα ως κεντρικό και κυρίαρχο, δεσπόζων πρόσωπο, επάνω της τοποθετείται όλη η δομή του δράματος σε αντίθεση με τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη.
Την Κλυταιμνήστρα την παρουσιάζει ως πρόσωπο με ανύπαρκτες σχεδόν αρετές και ελάχιστα ελαφρυντικά για τις πράξεις της. Ενώ για τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη ο φόνος που διέπραξε η Κλυταιμνήστρα αποτελεί απλά την εξέλιξη, τη ροή της ιστορίας, στο Σοφοκλή είναι το δικηφόρον ήμαρ.

Ο Αισχύλος στην τριλογία του δένει άρρηκτα την ανθρώπινη με τη μεταφυσική αιτιότητα των πραγμάτων οι οποίες συμπορεύονται, αντίθετα ο Ευριπίδης αφαίρεσε ολοσχερώς το μεταφυσικό στοιχείο εστιάζοντας στον κύκλο του αίματος που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας φαύλος κύκλος αδηφάγας αλληλοσφαγής στο διηνεκές του παράλογου εγκλήματος, απαξιώνοντας πλήρως τους αυτουργούς. Αντίθετα ο Σοφοκλής κινείται ανάμεσα στο μεταφυσικό στοιχείο, ( καθώς ο Απόλλωνας κατέχει κεντρική θέση στη δράση του), το οποίο όμως παραγκωνίζεται όταν η ελεύθερη βούληση δρα, για να αναδείξει το μέγα θρήνο και την απόγνωση για δικαίωση της Ηλέκτρας.

•Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Άργος όπου η Ηλέκτρα η κόρη του Αγαμέμνονα θρηνεί για το χαμό του πατέρα της, εξακοντίζοντας μομφές κατά της μητέρας της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου ότι εκείνοι τον δολοφόνησαν.
Η Χρυσόθεμις η αδελφή της Ηλέκτρας πενθεί κι αυτή και καταλαβαίνει τον πόνο και την οργή της Ηλέκτρας, μα δεν εκρήγνυται, αντιμετωπίζει τα πράγματα πιο συμβατικά κι εύχεται κι αυτή να επιστρέψει ο αδερφός τους ο Ορέστης.

Ο Ορέστης έχοντας στο πλευρό του τον παιδαγωγό του και τον φίλο του τον Πυλάδη, επιστρέφει από τη Φωκίδα, όπου και τον μεγάλωσαν προκειμένου να σωθεί από τους δολοφόνους του πατέρα του για να γυρίσει πίσω να εκδικηθεί για το θάνατο του πατρός του και να γίνει βασιλιάς. Όμως για να μην διακινδυνέψει τη ζωή του ο Ορέστης, αφήνει τον παιδαγωγό του να εμφανιστεί μπροστά στην Κλυταιμνήστρα και να της ανακοινώσει πως ο Ορέστης σ’ έναν ιππικό αγώνα έχασε τη ζωή του, ενώ ο Ορέστης μαζί με τον Πυλάδη κουβαλούν τη στάχτη του σ’ ένα αγγείο.

Μόλις η Ηλέκτρα ακούει τα κακά μαντάτα, καταρρέει, στηθοδέρνεται, ώσπου ο Ορέστης δεν βαστά άλλο μπρος στο θρήνο της αδελφής του και της αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Η εξέλιξη πια είναι προδιαγεγραμμένη, μπαίνει ο Ορέστης στο παλάτι και σφάζει την Κλυταιμνήστρα. Η « Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, αποτελεί οριακή μορφή, που κινείται ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό η συμπεριφορά της, βρίσκεται συνεχώς επί ξηρού ακμής.

•Ο σκηνοθέτης Γιώργος Ματζιάρης κατορθώνει με την δική του οπτική, με την εμβάθυνση στη ψυχαναλυτική δομή του προσώπου της Ηλέκτρας να ρίξει άπλετο φως στη θρηνητική διάσταση της φυσιογνωμίας της, να ξετυλίξει με χειρουργική ακρίβεια τα στάδια της οδύνης της, τη δυναμική τους εξέλιξη, τη φιλοσοφική παράμετρο των συλλογισμών της, ώστε να οικοδομήσει μια παράσταση αληθινό έργο Τέχνης.

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Ματζιάρη είναι εξόχως ευρηματική καθώς όλα ξεκινούν μπροστά σε δύο μικρόφωνα, χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, με φακούς στα χέρια έρεβος, παρασκήνιο μυστικά και πάθη κι ένας φόνος να επικρέμεται σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια του βασιλείου των Ατρειδών, ο Αγαμέμνονας νεκρός, το σκοτάδι καλύπτει τα πάντα κι οι ερινύες κυκλώνουν το παλάτι.

Μας παρουσιάζει την Ηλέκτρα επί σκηνής με άσπρο μαντήλι καλυμμένο το κεφάλι της ολόκληρο, πόσο καινοτόμα προσέγγιση, τόσο ρηξικέλευθη ματιά για να αναδείξει το απόκοσμο πρόσωπο της Ηλέκτρας, αιματοβαμμένη στα αγνά άσπρα και αμόλυντα ρούχα της, ανύπαντρη παρθένα κόρη, που έχει απαρνηθεί τη ζωή μετά το θάνατο του πατέρα της, μόνη της ελπίδα η επιστροφή του αδελφού της Ορέστη και μοναδικός στόχος της ζωής της η δικαίωση, η λύτρωση, η εκδίκηση.
Η Ηλέκτρα διάγει μια θρηνητική ατοπία και αχρονία, κινείται συνεχώς ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κόσμο γι’ αυτό και η ίδια χρησιμοποιεί το ρήμα «αλύω» δηλαδή (βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης), ότι πιο ακριβές για εκείνη.

Της πλένουν το σώμα της από το αίμα του πατέρα της, όμως τίποτα δεν μπορεί να καθαρίσει την ψυχή και το μυαλό της, παντού βλέπει το αίμα του πατέρα της να κυλάει, «Μη γεννάς από την οδύνη, άμετρες οδύνες», μα εκείνη είναι αποφασισμένη, δεν της αρκεί η λεκτική αντίδραση, γίνεται πιο ενεργητική, αποφασίζει να υποκαταστήσει τον αδερφό της στο ρόλο του τιμωρού και να σκοτώσει εκείνη τον Αίγισθο, κάτι που κι ο λαός του Άργους επιθυμεί διακαώς, θ’ απαλλαγεί το Άργος από τους τυράννους.

•Η μορφή της Ηλέκτρας εξυψώνεται, αποκτά διαστάσεις ανδρικού επικού ήρωα «την τιμή εν ζωή και το κλέος μετά θάνατον».

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Ματζιάρης απ’ τη μια αναδεικνύει τη φαινομενικά ανδρική στάση της Ηλέκτρας κι απ’ την άλλη την ηθική διάσταση του δράματος και του προσώπου της εν γένει, καθώς η λειτουργική της δομή στο χώρο του αρσενικού δεν είναι διόλου ανοίκεια, αντιθέτως επιβάλλεται όταν οι άνδρες εκδικητές έχουν εκλείψει, σύμφωνα με τα όσα εκείνη νομίζει. Κατορθώνει να μας δείξει την ξεχωριστή Γυναίκα, εκείνη που δεν παρεισφρέει στο πατριαρχικό οικοδόμημα για να σφετεριστεί αξιώματα, αλλά την αγωνίστρια, που μάχεται για την τιμή, για την ηθική δικαίωση.

Η απόλυτη κάλυψη του προσώπου της με το λευκό πανί που δηλώνει την αγνότητά της, η ανυμφεία της, είναι πηγή πόνου αλλά και δύναμη για την Ηλέκτρα. Αυτή η απόκοσμη γυναικεία φιγούρα η άλεκτρος στην ουσία είναι η αιώνια νύφη του νεκρού πατέρα της και η θρηνωδός στο επέκεινα του νεκρού ( όπως νομίζει) αδελφού της.

Ολόκληρη η ζωή της ορίζεται και κατευθύνεται από πεθαμένους, γι’ αυτούς πολεμάει, δεν είναι η εκδίκηση που λερώνει τα χείλη της, είναι η ηθική που ακουμπά τα χέρια της για αποκατάσταση της τιμής των νεκρών της.
Η Ηλέκτρα κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, συγκρούεται με τη συμβατική θεώρηση της αδελφής της Χρυσόθεμις κι η σύγκρουση αυτή, δείχνει πως είναι μια επαναστάτρια που ανθίσταται σε όποια μορφή κοινωνικής σύμβασης, ανυπότακτη και ελεύθερη μάχεται για το δίκαιο, για την ηθική τάξη των πραγμάτων.
Ένα κόκκινο πανί, βασιλική πορφύρα κι η Κλυταιμνήστρα παρούσα επί σκηνής, τόσο λιτά τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Ματζιάρης για την κάθε προσωπικότητα, όπως ακριβώς ταιριάζει σ’ αυτό το μεγαλειώδες είδος θεάτρου της αρχαίας τραγωδίας.

Ο Γιώργος Ματζιάρης αναδεικνύει το πρόσωπο της Κλυταιμνήστρας απόλυτα, τη δυναμική παρουσία της σφετερίστριας του θρόνου, της αδίστακτης γυναίκας που δεν υπολογίζει ούτε τα παιδιά της, που δεν σέβεται το θρήνο της Ηλέκτρας, που δεν πονά για το χαμό του Ορέστη, που αντικαθιστά το γιό με τον εραστή, χωρίς ηθικούς φραγμούς και αξιακό κώδικα ζωής, βγάζει ακριβώς την εικόνα που δίνει η Marguerite Yourcenar στο έργο της: « Φωτιές» για την Κλυταιμνήστρα: «…ποια είναι αυτή από τις γυναίκες σας που δεν ονειρεύτηκε έστω και για μια νύχτα να’ ταν η Κλυταιμνήστρα. Οι εγκληματικές σκέψεις σας, οι ανομολόγητές σας επιθυμίες κατρακυλάνε απ’ τις κερκίδες και μεταγγίζονται μέσα μου έτσι που μια φρικτή συναλλαγή να σας κάνει εσάς συνείδησή μου και μένα κραυγή σας» και σ’ άλλο σημείο λέει: « Λέχθηκαν πολλά για τα άλικα ποτάμια που τρέχαν: στην πραγματικότητα έχασε ελάχιστο αίμα. Έχυσα πολύ περισσότερο γεννώντας το γιό του». Σκληρή και αποτρόπαια.

Ο Γιώργος Ματζιάρης προσεγγίζει με σεβασμό την ιερότητα του κειμένου αποκαλύπτοντας τις μύχιες σκέψεις και τα κίνητρα των ηρώων, από διαφορετική πλευρά πάντα για τον καθένα.

Ξεδιπλώνει την προσωπικότητα του Ορέστη που αγαπά τις αδελφές του, που λυγίζει μπροστά στο θρήνο της Ηλέκτρας, που αναλαμβάνει το χρέος, αυτή η θέση του πρέπει.

Ο Γιώργος Ματζιάρης, χτίζει εικόνες μοναδικής αξίας ως άλλος κινηματογραφιστής που συγκλονίζουν και χαράζουν την ψυχή του θεατή και το μυαλό του, πόσο εύστοχος, με πόση απαράμιλλη ενάργεια η σκηνοθετική του πλεύση, μια τελετουργία σε δρόμους Βυζαντινούς, όταν ο χορός κρατά κεριά κι η Ηλέκτρα στο κέντρο τη στάχτη του αδελφού της Ορέστη και θρηνεί απ’ τα σπλάχνα της τον αδικοχαμένο αδελφό της, συνοδεία ψαλμών που απορρέουν από ένα δημοτικό τραγούδι: « Αμυγδαλάκι τσάκισα και μέσασε ζωγράφισα» κι ένα φως χαμηλό, ιερό λούζει το κεφάλι της Ηλέκτρας, συμπονετικό και τρυφερό, μοιάζει με θεία μετάληψη, οι θεατές γίνονται κοινωνοί από το ίδιο δισκοπότηρο της Τέχης, της Ζωής.

Ένα απίστευτο σκηνοθετικό εύρημα του Γιώργου Ματζιάρη, ήταν στον παιδαγωγό που φέρνει τα κακά μαντάτα στην Ηλέκτρα για το θάνατο του Ορέστη, ο οποίος εμφανίζεται με κόκκινη μεγάλη μύτη ως κλόουν, οι κλόουν δεν είναι αυτό που βλέπουμε, ο γελωτοποιός είναι βαθιά τραγικό πρόσωπο, είναι ένας αντι-ήρωας που πάσχει μεταμορφώνοντας πάντα τον πόνο του μέσα από το γέλιο σε περίσσεμα ζωής, υποφέρει γελώντας ή και καγχάζοντας κάποιες φορές, αυτή η εσωτερική του δύναμη τον εξυψώνει τοποθετώντας του ένα φωτοστέφανο ιεροποίησης και ιώβειας υπομονής, αυτή η αντιφατική φιγούρα αποκαλύπτει ευκολότερα κρυμμένα μυστικά, πάθη, δράματα, υπήρξε λοιπόν ιδανική επιλογή από μέρους του σκηνοθέτη.

Την εξαιρετική δραματουργική επεξεργασία μοιράζονται από κοινού ο Γιώργος Ματζιάρης και ο Φώτης Κουτρουβίδης.

Ο Γιώργος Ματζιάρης έχοντας διττή ευθύνη πέραν της σκηνοθετικής και ερμηνευτική, υποδύεται την Ηλέκτρα, απλά συγκλονιστικός. Κατορθώνει μέσα από την ερμηνεία του να ξετυλίξει όλο το φάσμα των συναισθημάτων που βιώνει στα κατάβαθα της ψυχής της η Ηλέκτρα, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, έγκειται και η εξαιρετική και απόλυτα ολοκληρωμένη ερμηνεία του, διότι η αρτιότητα δεν οφείλεται στην τελεολογική πλοκή που οδηγεί από τη δέσιν στη λύσιν, αλλά στο αποκαλυπτικό συναισθηματικό φάσμα της Ηλέκτρας. Σκιαγραφεί την ψυχαναλυτική δομή της Ηλέκτρας, ενός ταλαπείριου ανθρώπου, που έχει μάθει ν’ αγαπά στη ζωή της ( όπως και η Αντιγόνη) και τώρα πονά, θρηνεί, ο κοπετός της σείει τη γη ολάκερη, η σχεδόν μητρική της αγάπη για τον Ορέστη ( υποκαθιστά την Κλυταιμνήστρα), σπαρακτική, κραυγάζει για το φόνο του πατέρα της και σιγά-σιγά από την αγάπη, τον πόνο, το σπαραγμό, οδηγείται στο μίσος.

Πόσο ευέλικτος ο Γιώργος Ματζιάρης στις εκφραστικές και συναισθηματικές αλλαγές, πόσο δύσκολο να μην βλέπουμε αυτές στο πρόσωπό του (αφού είναι μαντηλοδεμένο) κι όμως να αισθανόμαστε το θρήνο του, την απόγνωσή του, την οργή του, το μίσος του. Όταν κρατά την κενή τεφροδόχο του Ορέστη στα χέρια της η Ηλέκτρα μοιρολογεί : «Κομμάτι απ’ τη στάχτη του είμαι κι εγώ», εκεί βυθίζεται όλη της η ύπαρξη, ο Γιώργος Ματζιάρης αναδεικνύει στο έπακρο την απόγνωση που τη διακατέχει μέσα στη σιωπή της, άλλωστε η Ηλέκτρα προέρχεται από το σκοτάδι, ζει μέσα σ’ αυτό, συντρίβεται απ’ τον ατέρμονο θρήνο της και πορεύεται σε μια φωτεινή κατεύθυνση, αφού οι φονιάδες θα λάβουν τα επίχειρα, όμως στην ουσία μετατράπηκε σε μια αλλοτριωμένη ψυχή που ζει στο τέναγος του μίσους και θα είναι για πάντα μια νύμφη του Άδη.
Όταν η Ηλέκτρα ως Γιώργος Ματζιάρης εναντιώνεται στην αδελφή της και φορά την ποδιά του σφαγέα, αφού αποφασίζει η ίδια να πράξει κάτι τέτοιο, όλη του η κίνηση είναι αργή τελετουργική, δίνει απόλυτα την αίσθηση της πορείας προς την πράξη της κάθαρσης.

Στη σκηνή της κορύφωσης όπου ο Ορέστης διαπράττει το φόνο, γίνεται μητροκτόνος η Ηλέκτρα στο πρόσωπο του Γιώργου Ματζιάρη, βρίσκει την πιο ιδεώδη μορφή, σπαράζεται, στηθοδέρνεται από πόνο και ικανοποίηση μαζί, κάθε χτύπημα του Ορέστη , είναι κι ένα χτύπημα της ψυχής της, τιμή στο νεκρό, αποκατάσταση της ηθικής δικαίωσης, λύτρωση των δεινών, παρότι θίγεται το μέγα ζήτημα της μητροκτονίας.

Κι είναι μια κραυγή κοινωνική με θεολογική υπόσταση, άραγε μπορεί να οπλιστεί το χέρι κάποιου να διαπράξει φόνο, από πού παίρνει αυτό το δικαίωμα, ακόμα κι αν το θύμα υπήρξε φονιάς, ακόμα κι αν έχει προηγηθεί ατίμωση κι ο χορός σχολιάζει: « Κι ο άξιος άνθρωπος δεν γίνεται, δεν επιτρέπεται να ζήσει ανάξια» ή μήπως ισχύει αυτό που έλεγε ο Ντοστογιέφσκι δια στόματος Ρασκόλνικοφ: « Αν χρειαστεί για την ιδέα που κομίζει να περάσει ακόμα και πάνω από ένα πτώμα, πάνω από αίμα, ο ξεχωριστός άνθρωπος μπορεί να δώσει το δικαίωμα στη συνείδησή του να το κάνει».

•Ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς υποδύεται την Κλυταιμνήστρα, βασίλισσα, γεμάτη έπαρση, χωρίς ίχνος συμπόνιας για την Ηλέκτρα και τον Ορέστη, μια παρουσία εξοργιστική, υπερφίαλη που όταν ο παιδαγωγός ανακοινώνει πως ο Ορέστης είναι νεκρός, αντί να θρηνήσει, πανηγυρίζει γιατί λιγοστεύουν οι φόβοι της.

Ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς επί σκηνής συνταράσσει τους θεατές ως Κλυταιμνήστρα, δυνάστης, φορέας δεινών, γελά με σαρκασμό, σκληρά, καυχάται ως νικήτρια μιας μάχης που αυτή δημιούργησε.
Τόσο εναργής επί σκηνής χτυπά την Ηλέκτρα που έχει κυλιστεί στο χώμα κι ο κόκκινος βασιλικός μανδύας πάλλεται ως άλλο μαστίγιο πάνω απ’ την Ηλέκτρα και τη βασιλική κατοικία.

Ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς αναδεικνύει τη σκοτεινή πλευρά της Κλυταιμνήστρας γι’ αυτή η νύχτα είναι ο φόβος του θανάτου απ’ τα παιδιά της, ενώ η μέρα, το φως είναι η απαλλαγή από το φόβο, όμως αυτό είναι απατηλό και μοιραίο καθώς τυφλώνεται από αυτό και αναπόδραστα οδηγείται στο σκότος του θανάτου απ’ τα ίδια τα χέρια του γιού της.

Ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς με φωνή στιβαρή, άρθρωση καθαρή και στρογγυλή καθώς προστάζει ο ρόλος είναι μια αποκαλυπτική Κλυταιμνήστρα, που ενδύεται τη βυζαντινή πορφύρα ως ιερή μορφή Βυζαντινής διάστασης και με τη γραμμή ενός μανδύα γίνεται ο χορός, γρήγορα, άμεσα και με φυσική ροή.
Ωστόσο τον Κωνσταντίνο Γιουρνά τον συναντάμε και στο ρόλο του Ορέστη.

Στη σκηνή που ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς ως Ορέστης συναντά την αδελφή του Ηλέκτρα, το αργό αγκάλιασμά τους είναι η πιο δραματική και συνάμα τρυφερή σκηνή που μοιράζονται, καθώς η μοίρα τους οδηγεί σε μια ετερογονία των σκοπών.

Ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς ως Ορέστης, μας παρασύρει μαζί του στο πάθος που βιώνει, ένα πάθος που θα οπλίσει την ψυχή και το χέρι του, φοράει την ποδιά του σφαγέα κι εμείς τον ακολουθούμε σ’ αυτή την ύστατη πράξη κι όλα γίνονται αργά, σαν νεκρώσιμη πομπή, μέχρι την απόλυτη κορύφωση το αίμα κυλάει παντού, ο ίδιος πονά και χτυπά ασταμάτητα, κάθε χτύπος σαν καρφί που μπαίνει στο δικό του σταυρό που κουβαλά, μητροκτόνος.

•Ο Φώτης Κουτρουβίδης στο ρόλο της Χρυσόθεμις της αδελφής της Ηλέκτρας αναδεικνύει μια χαρισματική εκφραστική ευελιξία και μια ευχέρεια απαράμιλλη στις άμεσες σχεδόν ακαριαίες αλλαγές συναισθημάτων και προσώπων.

Αναδεικνύει τη φυσιογνωμία της Χρυσόθεμις σε όλο το εύρος της, καθώς αυτή θέτει το κοινωνικό και ηθικό δίλλημα μπροστά στην Ηλέκτρα, δείχνουμε υπομονή και υποτέλεια σε όσα συμβαίνουν αφού η μοίρα καθόρισε αυτό το δρόμο ή είμαστε αυτόβουλα όντα που επαναστατούμε στους Θεούς και το θέλημά τους.
Όλα τα εκφραστικά του μέσα βρίσκονται σε δράση, δεν είναι μόνο οι εκφράσεις του προσώπου του, οι τονικές αλλαγές της φωνής του από Χρυσόθεμη σε χορό, είναι η προσεγμένη κινησιολογία του σώματός του που διαμορφώνει ρόλους και πρόσωπα, η Χρυσόθεμις ευαίσθητη, λεπτεπίλεπτη, εύθρυπτη καθαρά γυναικεία φύση που γνωρίζει καλά τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, σέβεται τις κοινωνικές επιταγές και ημερώνει το θρήνο της μέσα από τις χοές που προσφέρει στον τάφο του πατέρα της, όμως δεν θα βάψει τα χέρια της με αίμα, γι’ αυτό και η Ηλέκτρα την κατηγορεί για συνενοχή, αφού δεν τη βοηθά στο σχέδιό της.
Ωστόσο ο Φώτης Κουτρουβίδης ενσαρκώνει και το ρόλο του παιδαγωγού που φέρνει τα νέα για το θάνατο του Ορέστη, μέσα από τη φυσιογνωμία ενός κλόουν.

Τόσο δύσκολη και απαιτητική ερμηνεία καθώς κινείται σε τεντωμένο σχοινί, η πιο δραματική μορφή με δυνατές εκφράσεις γέλιου ή μειδιάματος να μην περάσει στο επίπεδο του γελοίου.
Κατορθώνει να συμπορεύσει το γέλιο με το δάκρυ, τον πόνο με τη χαρά, τη ζωή με το θάνατο, άλλωστε πάντα αντάμα πηγαίνουν σαν χορός καθαρτήριος.

•Ο σκηνικός χώρος κατασκευασμένος από το « Λίκνο Architecture and Design Studio» υπήρξε ιδανικός και ότι πιο αντιπροσωπευτικό για το Σοφόκλειο δράμα.

Ένας απόλυτα λευκός σκηνικός χώρος λιτός, μ’ έναν αιματοβαμμένο τοίχο που συμβόλιζε τη χωρική διάσταση τέλεσης του φόνου, το λουτήρα, αλλά και τη συμβολική, δύο πορφυρά κομμάτια πανί στο δάπεδο και παντού άπλετο φως, λευκό για να συμβολίζει την αγνότητα της Ηλέκτρας απ’ τη μια, αλλά και την στυγνότητα του εγκλήματος που ζητά δικαίωση, που ζητά απ’ το Θεό Απόλλωνα να φέρει γρήγορα την κάθαρση.

Την επιμέλεια των κοστουμιών είχε η Χριστίνα Τσουτσουλίγα.

Και τα κοστούμια κινήθηκαν κι αυτά στον ίδιο χρωματικό τόνο, αλλά και ύφος καθώς ήταν λευκά, ένα πουκάμισο και άσπρες μακριές φούστες που θύμιζαν ιερατικά ενδύματα καλύπτοντας έτσι τις πολλαπλές ανάγκες της παράστασης όπως τα ρούχα των ηρώων, αλλά και του χορού και των ψαλτών που έκαναν την τελετή στη στάχτη του Ορέστη.

Δύο πορφυρά υφάσματα, ευρηματικό και λειτουργικό συνάμα, αποτέλεσαν τη βασιλική ένδυση της Κλυταιμνήστρας, αλλά και το αιματοβαμμένο όνειρο αυτής, το απόκοσμο που την κυνηγά ζητώντας δικαίωση.

Η Φαίδρα Σούτου είχε την κινησιολογική επιμέλεια των ηθοποιών, η οποία υπήρξε τόσο άρτια, με φυσική ροή λες και ήταν ο ρόλος η συνέχεια του εαυτού τους, χωρίς ίχνος επιτήδευσης, πράγμα που μαρτυρά, την ενδελεχή ψυχαναλυτική μελέτη της προσωπικότητας του κάθε ήρωα, ώστε οι κινήσεις τους να αναδεικνύουν τις φυσιογνωμίες τους καθαρά και απόλυτα, αλλά συνάμα και τα κίνητρα των πράξεών τους και τις βιωματικές καταστάσεις που διάγουν.

Τη μουσική επιμέλεια είχε ο Γιώργος Πούλιος. Ηλεκτρονικοί ήχοι, απόκοσμοι τόσο άρρηκτα δεμένοι με το απόκοσμο προφίλ της Ηλέκτρας, τόσο κοντά στο παγερό άγγιγμα του θανάτου, τόσο συναφείς με την σκληρότητα της Κλυταιμνήστρας, τόσο μυστηριακοί ώστε όχι απλά να συνοδεύουν τη δράση και την εξέλιξη, αλλά να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής, επιτείνοντας τον πόνο, το φόβο, το θρήνο, την εκδίκηση.

Η μουσική του Γιώργου Πούλιου υπήρξε βαθιά συμμετοχική και συνάμα διαδραστική στην εξέλιξη του δράματος.
Στο σχεδιασμό των φωτισμών τα εύσημα αποδίδονται εξ’ ημισείας στον Βασίλη Κολοβό και στον Χάρη Βασιλόπουλο.

Συνήθως ορισμένα πετρώματα χρειάζονται κάποιους συγκεκριμένους φωτισμούς για να αποκαλύψουν τους πολυχρωματικούς φωσφορισμούς τους.

Αυτό ακριβώς συνέβη κι εδώ ο Βασίλης Κολοβός και ο Χάρης Βασιλόπουλος, με τους εξαιρετικούς φωτισμούς τους, οι οποίοι κινήθηκαν σ’ ένα παγερό λευκό τόνο, δίνουν ακόμα πιο έντονα τη εικόνα του στυγνού εγκλήματος που διαπράχθηκε και ταυτόχρονα της επιβεβλημένης ανάγκης για κάθαρση.

Με περισσή μαεστρία μετατρέπουν όλη αυτή την αναγκαία και απαιτούμενη διαύγεια, σε μια βαθιά θρηνητική και εσωτερική ψυχολογική διάσταση, όταν ένα χαμηλό κίτρινο φως θαρρείς από καντήλι λούζει το μαντηλοδεμένο από τους οδυρμούς κεφάλι της Ηλέκτρας, ως επιτάφιος θρήνος, ως εικαστικό έργο Τέχνης.
Ακούστε την, θρηνεί, πονά κι η γη δεν επουλώνει τις πληγές της κι είναι μονάχη, θύμα της μοίρας και της μάνας της κι ο Ορέστης δικαιωτής ή μητροκτόνος, βασιλική γενιά των Ατρειδών ποια σκοτεινή κατάρα άραγε σε βαραίνει.

Σκεφτείτε το θρήνο της Ηλέκτρας, το τέναγος που βουλιάζει, μα αναλογιστείτε και τη δεινή θέση του Ορέστη, τι χρέος βαρύ, ποιος το ορίζει, ποιος μας ορίζει και γιατί.

«…Ανέτοιμος, ναι- δεν το μπορώ μου λείπει η αναλογία εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα και με τα γεγονότα- όχι λιγοψυχία, – ανέτοιμος μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μου έταξαν. Πώς γίνεται οι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν κι εμείς να το δεχόμαστε;…. όπου αποθέσανε ένα άγνωστο μαχαίρι- ολότελα άγνωστο…. Και πως γίνεται να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεται και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας…». ( «Ορέστης» Γιάννης Ρίτσος)

Ποιος μας ορίζει!!

•Η καλύτερη παράσταση της χρονιάς.

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι: Εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου