συνέντευξη στον Γιάννη Παναγόπουλο /

Αν, για πρώτη φορά, μιλήσεις μαζί του θα θελήσεις να υπάρξει και δεύτερη. Το ίδιο και εκείνος νιώθω. Αν θελήσει να μιλήσει μαζί σου θα υπάρξει εκείνο το ίχνος “διεκδίκησης” να τα πείτε ξανά. Ο Στέφανος Κορκολής μπορεί να γίνει προσιτός με τον δικό του τρόπο. Μπορεί να γίνει αποκαλυπτικός χωρίς να το φωνάξει και μπορεί να απολαύσει το πάρε-δώσε των λέξεων με τους ή τον ακροατές/ή του χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο πνεύμα του, στο πνεύμα σου, στο πνεύμα σας.
Αν βρέθηκες στη Σφίγγα ή τις Γραμμές τον περασμένο χειμώνα στις σολντ-άουτ βραδιές που παρουσίασε με τίτλο “Μουσικές Ιστορίες”, όλα αυτά τα έχεις εμπεδώσει, τα έχεις γευτεί. Ο μουσικός, ο συνθέτης, ο ερμηνευτής, το αγόρι που αναγνωρίστηκε ως “παιδί θαύμα” για τις επιδόσεις του στο πιάνο, σήμερα έχει το δικό του ρυθμό ζωής. Μένει στη γειτονιά που μεγάλωσε, την Κυψέλη. Από το δωμάτιο που τοποθέτησε το πιάνο του έχει καλή θέα στην Αθήνα. Και από την πολυθρόνα που μιλά τώρα μοιάζει να είναι ανυπόμονος. Δεν είναι η ανυπομονησία που κρύβει μια, ας πούμε, αναστάτωση. Είναι εκείνος ο τύπος ανυπομονησίας που θέλει να εκτεθεί γιατί κρύβει “καλά νέα”. Ο Στέφανος έχει έτοιμη νέα δουλειά. Περιμένει να παρουσιαστεί στο κοινό μετά από σκληρές πρόβες. Από την καριέρα του έλειπε η σύνθεση μουσικής για παράσταση αρχαίου δράματος. Οι Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη που θ’ ανέβουν, αρχικά, στις 23 Ιουλίου στο “Θέατρο Βράχων” – μετά θα ακολουθήσουν άλλα θέατρα της χώρας – έχουν επενδυθεί με δικές του συνθέσεις, με δικούς του ήχους. Ο Στέφανος δεν είναι μόνο μια συνθετική χιτομηχανή που σημαδεύει από τη δεκαετία του ’90 τις “καρδιές” μουσικών τσαρτ και ραδιοφωνικών πλέιλιστ. Σήμερα η απόπειρά του να παράξει το δικό του “λόγο” με μουσική και ήχους βασισμένος σε στίχους αρχαίας τραγωδίας φαντάζει ως τέλεια πρόκληση να βγει ξανά έξω στον κόσμο της τέχνης με όρους που δεν έζησε ποτέ στο παρελθόν.  
-Από την τελευταία μας κουβέντα μεσολάβησαν πολλά. Περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε να είχαμε φανταστεί. Ήταν οι εμφανίσεις σου στη Σφίγγα και στις Γραμμές, το λοκντάουν, η μερική άρση του λοκντάουν, πλέον το “πειραματικό” άνοιγμα των θεάτρων και των συναυλιακών χώρων. Ήρθα ξανά στο σπίτι σου γιατί θέλω να μάθω τι βίωσες όλο αυτό το διάστημα. Να μάθω πώς ήταν να γράφεις μουσική για τις “Βάκχες” που ανεβάζει ο Χρήστος Σουγάρης.  
Πάμε από το τέλος προς την αρχή. Οι Βάκχες θα παρουσιαστούν σε μια σειρά από θέατρα. Ξεκινάμε την Κυριακή 19 Ιουλίου από το Θέατρο Αυλιδείας Αρτέμιδος – Χαλκίδα. Την Πέμπτη 23 Ιουλίου η παράσταση θ’ ανέβει στο Θέατρο Βράχων, στις 18 Αυγούστου στο Θέατρο Φλόκα – Αρχαία Ολυμπία, στις 5 Σεπτεμβρίου Θέατρο Κοζάνης, στις 11 Σεπτεμβρη στο  Κηποθέατρο Παπάγου και την επόμενη στο Βεάκειο στον Πειραιά. Όσο το πράγμα μαθαίνεται, τόσο περισσότεροι χώροι δείχνουν ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν την παράσταση. Μιλάμε για κάτι που στήσαμε μόνοι. Είναι μια αυτοδιοργάνωση αυτοεπιχορηγούμενη. Οι συντελεστές της παράστασης παίρνουμε μέρος για το κέφι μας. Αλλά σε αυτή την προσπάθεια συμβάλλουν το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης και η People Entertainment Group που τρέχουν την παραγωγή. Η πρόταση του Χρήστου να κάνω μουσική για τις Βάκχες ήταν και μια καλή ευκαιρία να βάλω το μουσικό μου μυαλό να δουλέψει.  
•”Ούτως ή άλλως είμαι της καραντίνας. Δεν είμαι του έξω. Δεν με πείραξε ο εγκλεισμός. Με πείραξε περισσότερο το ότι δεν έβλεπα φως στο τούνελ. Τις δέκα πρώτες μέρες πήγα στο πιάνο και άρχισα να γράφω μουσική.”
-Σου είχε λείψει αυτό;
Ούτως ή άλλως είμαι της καραντίνας. Δεν είμαι του έξω. Δεν με πείραξε ο εγκλεισμός. Με πείραξε περισσότερο το ότι δεν έβλεπα φως στο τούνελ. Τις δέκα πρώτες μέρες πήγα στο πιάνο και άρχισα να γράφω μουσική. Όποια ιδέα έπεφτε στη σκέψη μου, την έγραφα. Όλο αυτό προ Βακχών. Όταν άρχισα να συνειδητοποιώ πως ο κλάδος μας και πολλοί άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι θα βάλτωναν με έπιασε, πώς να το πω, μια θλίψη. Η σκέψη και μόνο πώς θα ζήσω, πώς θα τα βγάλω πέρα, πώς θα μπορέσω να είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου άρχισε να με τρώει, να επηρεάζει την έμπνευσή μου. Δεν θέλω να ακουστώ κάπως. Και δεν μιλώ μόνο για τον εαυτό μου. Μιλώ και για άλλους συναδέλφους μου, για φίλους ηθοποιούς, σκηνοθέτες και επαγγελματίες, που ζουν μέσα από την παραγωγή και την έκθεση της τέχνης. Πρέπει να δούμε πώς θα επανέλθουμε στη ζωή. Αυτό, έστω και με κάποια μορφή, πρέπει να επανέλθει. Το ωραίο, που προέκυψε αυτήν την τόσο δύσκολη περίοδο, ήταν η πρόταση του Χρήστου. Είχαμε συνεργαστεί ξανά στο έργο του Καμπανέλλη “Ο δρόμος περνά από μέσα”. Σ’ εκείνη την παράσταση βρήκα την ευκαιρία να πειραματιστώ πολύ και αυτό μου βγήκε σε καλό. Οι Βάκχες, που μου πρότεινε να συνεργαστούμε, ήταν μια τεράστια πρόκληση για μένα. Από τη μια θέλησα να βάλω μουσική σε χωρικά που είναι άμετρα και από την άλλη είχα ένα έργο, το οποίο θα έπρεπε να προσεγγίσω με τον τρόπο που εκείνος το είχε σκεφτεί. Ο Χρήστος έχει μια απίστευτα αλληγορική και ποιητική διάθεση προς το έργο. Άρχισα να γράφω τη μουσική για τις Βάκχες με ένταση. Ήθελα ακόμα και ο λόγος να είναι μουσικός. Μέσα από διάβασμα και πολλές κουβέντες ανακάλυψα πως υπάρχουν ρυθμοί που θα μπορούσαν να με παραπέμψουν σε μουσικά είδη που δεν είχα φανταστεί πως θα μπορούσα να “χρησιμοποιήσω”. Όλη αυτή η κυκλικότητα των διαλόγων στα 3/4 με έστειλαν στο βαλς. Μην πάει ο νους μας στην έννοια του “καθιερωμένου” βιεννέζικου βαλς. Αυτό θα ήταν ένα “εφιαλτικό” σενάριο να το υποστηρίξω. Για τις ανάγκες της παράστασης πείραξα τις χορδές του πιάνου. Πειραματίστηκα με ήχους για να πάρω το ηχητικό αποτέλεσμα που ήθελα. Για τις ανάγκες της παράστασης χρησιμοποίησα οκτέτο χάλκινων πνευστών, κουαρτέτο ξύλινων πνευστών, δύο πιάνα, μουσικό κουτί, κρουστά, άρπα. Έκανα αντισυμβατική χρήση των οργάνων. Έπαιξα με τα όρια της έκτασης των οργάνων. Και η ατμόσφαιρα που προκύπτει είναι αυτό που είχα φανταστεί. Έρχεται σε αρμονία με αυτό που οραματιστήκαμε με τον σκηνοθέτη. Μελοποιώ χωρικά αλλά και διάλογους του Διονύσου με τις Βάκχες και όλο αυτό με οδηγεί στο να το φανταστώ μελλοντικά να καταλήγει σε όπερα. Προς το τέλος της παράστασης υπάρχει ένας μονόλογος του Διονύσου. Ο Χρήστος μου είπε να τον κάνω τραγούδι όπερ και εγένετο. Στις “Βάκχες” έχω την ευτυχία να συνεργάζομαι με κορυφαίους ηθοποιούς που είναι όλοι τους καλλίφωνοι, που γνωρίζουν από μουσική. Κάναμε πρόβες εδώ στο σπίτι μου με το πιάνο. Και βγήκαν πράγματα άκρως ενδιαφέροντα. Είχα τη δυνατότητα να πειραματιστώ. Αυτό γέμισε υπέροχα τις μέρες μου και σκέφτομαι σε μια από τις παραστάσεις που θα έρθουν να εμφανιστώ ζωντανά. Να είμαι εκεί με το πιάνο μου και να το κάνουμε εντελώς λάιβ. Θα είναι εντονότερο και εντιμότερο. Είμαι πολύ χαρούμενος που μέσα σε όλη τη μαυρίλα συνεργάστηκα με καλλιτέχνες  – συντελεστές της παράστασης – που βιώνουμε τις ίδιες αγωνίες, τους ίδιους εφιάλτες με τους ίδιους όρους. Όλη αυτή η ένωση έβγαλε τη χαρά της επικοινωνίας και του ενθουσιασμού. Στις πρόβες δημιουργήθηκαν πολύ ωραίες καταστάσεις. Το ξαναλέω, αυτό που είχα φανταστεί αρχικά για τις Βάκχες το άκουγα να συμβαίνει όσο προχωρούσαν οι πρόβες της παράστασης. Νιώθω χαρούμενος που ασχολήθηκα γράφοντας μουσική σε μια συγκλονιστική τραγωδία του Ευριπίδη και που συνεργάστηκα με σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου.  
•”Είναι η πρώτη φορά που κάνω τραγωδία. Όταν γράφω μουσική για το θέατρο δεν είμαι διεκπεραιωτικός. Δεν είναι απλώς: “Έγραψα τη μουσική, σας την παραδίδω και άντε γεια σας.” Μου αρέσει να παρακολουθώ τον τρόπο που χτίζεται ένα έργο. Μου αρέσει να παρακολουθώ τις πρόβες. Συχνά, στη διάρκειά τους γράφω μουσική. Και έχει μεγάλη σημασία να δημιουργώ φιλική σχέση με τους ηθοποιούς, γιατί αυτό μου ανοίγει το μυαλό. Το να μπαίνω στην ψυχοσύνθεση των ηθοποιών προκαλούσε την έμπνευσή μου”
-Είναι αντισώματα κόντρα στη θλίψη της εποχής όλα τα παραπάνω Στέφανε;  
Ακριβώς όπως το λες. Αντισώματα. Μιλάμε για μια τεράστια ομάδα ανθρώπων που έδωσε τα πάντα για να στηρίξει την παράσταση. Όλοι οι συντελεστές είναι υπέροχοι άνθρωποι. Και ήμασταν όλοι του τύπου “πάμε να το κάνουμε”. Ο Χρήστος ο Σουγάρης έγινε χίλια κομμάτια για να τρέξουν τα πάντα όπως έπρεπε. Το ξαναλέω, ευτυχώς που βρέθηκε η εταιρεία παραγωγής People και το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που σε αυτές τις δύσκολες μέρες χορηγήσαν τις ενισχυτικές ενέσεις που χρειαζόμασταν. Οι Βάκχες είναι μια πολύ σοβαρή δουλειά και χαίρομαι που συμμετέχω. 
-Σου είχε λείψει αυτό;  
Είναι η πρώτη φορά που κάνω τραγωδία. Όταν γράφω μουσική για το θέατρο δεν είμαι διεκπεραιωτικός. Δεν είναι απλώς: “Έγραψα τη μουσική, σας την παραδίδω και άντε γεια σας.” Μου αρέσει να παρακολουθώ τον τρόπο που χτίζεται ένα έργο. Μου αρέσει να παρακολουθώ τις πρόβες. Συχνά, στη διάρκειά τους γράφω μουσική. Και έχει μεγάλη σημασία να δημιουργώ φιλική σχέση με τους ηθοποιούς, γιατί αυτό μου ανοίγει το μυαλό. Το να μπαίνω στην ψυχοσύνθεση των ηθοποιών προκαλούσε την έμπνευσή μου. 
-Τι έμαθες από αυτή τη συνεργασία; 
Πως ο Χρήστος Ζουγάρης δεν πήρε τυχαία το βραβείο Κάρολος Κουν. Μιλάμε για έναν υπερταλαντούχο άνθρωπο. Για έναν καλλιτέχνη που ξέρει τι θέλει να πάρει, τι θέλει να κάνει και πού να φτάσει μια παράστασή του. Είναι ένας μαχητής. Δεν το βάζει κάτω ο κόσμος να χαλάσει. Για τη σύνθεση της μουσικής κάθισα και έστυψα το κεφάλι μου για να βάλω μουσική σε μια μετάφραση των Βακχών, που δεν προσφέρεται προς μελοποίηση. Για τις ανάγκες της παράστασης έπρεπε να βρω νέες τεχνικές γραφής. 
-Όλα αυτά που λες για τη μουσική που έγραψες δεν συγκροτούν αυτόνομο μουσικό έργο; 
Δεν είναι αρκετή ώστε να γίνει ολοκληρωμένη δουλειά. Ίσως αργότερα, όταν έρθουν κι αλλά 2-3 έργα, να κυκλοφορήσω τα θεατρικά μου σ’ ένα άλμπουμ. 
•”Πάντα περίμενα να έρθει η κατάλληλη στιγμή και οι συνεργάτες για να γράψω μουσική σε αρχαίο δράμα.  Το να γράφω μουσική για θέατρο είναι χαρά και ευχαρίστηση. Δεν το κάνω για να πάρω μπράβο ή για να πάρω λεφτά. Το κάνω γιατί μου αρέσει. Δεν θα μπορούσα ποτέ να συμβιβαστώ σε κάτι που το κάνω από ευχαρίστηση. “
από το αρχείο του Στέφανου Κορκολή
-Στο θέατρο η “αναγνώριση” της μουσικής δεν είναι άμεση. Δεν την ακούς αυτονομημένη από την υπόλοιπη παράσταση. Αυτό είναι άδικο; 
Είναι σαν να παίρνεις μια παρτιτούρα συμφωνικού έργου και να απομονώνεις το ένα και το άλλο όργανο. Πάνω απ’ όλα αυτό που μετράει είναι η σύνθεση. Ο θεατής εισπράττει ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Ο φωτισμός είναι ένα καλό παράδειγμα. Όταν το φως πέφτει πάνω σε έναν ηθοποιό που έχει σωστή κίνηση, σωστή εκφορά των διαλόγων, σωστή σκηνοθετική οδηγία, την κατάλληλη μουσική, τότε η σκηνή αναδεικνύεται, σε συγκινεί. Εκεί κρύβεται η γοητεία μιας θεατρικής παράστασης. Πρέπει να συνυπάρξουν πολλές τέχνες ταυτόχρονα για να μπορέσει να λειτουργήσει. Γι’ αυτό λατρεύω το θέατρο. Πάντα περίμενα να έρθει η κατάλληλη στιγμή και οι συνεργάτες για να γράψω μουσική σε αρχαίο δράμα. Ο Χρήστος έχει το δικό του όραμα και εγώ το δικό μου. Έχουμε όμως ταιριάξει, έχουμε την ίδια αντίληψη για την παράσταση. Το να γράφω μουσική για θέατρο είναι χαρά και ευχαρίστηση. Δεν το κάνω για να πάρω μπράβο ή για να πάρω λεφτά. Το κάνω γιατί μου αρέσει. Δεν θα μπορούσα ποτέ να συμβιβαστώ σε κάτι που το κάνω από ευχαρίστηση. 
-Εκεί η ευθύνη γίνεται μεγαλύτερη απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό;  
Όταν κάνω συναυλίες περιμένω να βγάλω κάποια χρήματα για να μπορέσω να ζήσω. Ξέρεις, είμαι άνθρωπος εσωστρεφής. Το χειμώνα έπαιξα σε δύο μουσικές σκηνές που πήγαν εξαιρετικά καλά, ερχόμουν πολύ κοντά με τους ακροατές. Μιλούσα μαζί τους. Πιάναμε κουβέντα σαν να ήμασταν μια παρέα που βρεθήκαμε σπίτι μου και παίζαμε αγαπημένα μας τραγούδια. Αυτό κάποια στιγμή με κούρασε με την έννοια της υπερβολικής εξωστρέφειας. Ένιωσα κορεσμένος και μετά ήρθε το “Ο δρόμος περνά από μέσα”, η θεατρική παράσταση του Καμπανέλλη. Με τον εγκλεισμό  ήρθαν οι Βάκχες. Ήταν το οξυγόνο που ζητούσα. Το μόνο που μένει είναι να πάω στο στούντιο να ηχογραφήσω τις ιδέες μου. Αυτό με γεμίζει χαρά. 
-Υπάρχει περίπτωση να επανέλθουμε στην προ κορωνοϊού κατάσταση; 
Δεν το γνωρίζω, μακάρι να το γνώριζα. Νομίζω πως θ’ αλλάξουν πολλά. Ας δούμε τα μεγέθη. Ο μισός και βάλε πληθυσμός του πλανήτη κλείστηκε μέσα και εθελούσια. Για μένα είναι ήδη τρομακτικό το πώς αυτό το γεγονός φέρνει αλλαγές σε συμπεριφορές. Ακόμα, και δεν ξέρω για πόσο, φοβόμαστε να χαιρετηθούμε. Ακόμα βλέπω διστακτικότητα. Βλέπω επίσης τον απόλυτο φόβο και παράλληλα την απόλυτη αδιαφορία. Σε ό,τι αφορά τη δική μας δουλειά και στα υπόλοιπα επαγγέλματα, που αφορούν στη δική μας τη δουλειά, σίγουρα το όλο πράγμα θα λειτουργήσει με όρους πρωτόγνωρους. Αν δε βρεθεί θεραπεία, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το πράγμα θα επανέλθει στην κατάσταση που ήταν. 
•Ξεκίνησα να τραγουδώ από ανάγκη. Ως δημιουργός δεν υπήρχε καμία αναγνώριση, ούτε καν ηθική. Έπρεπε όμως να ζήσω. Το να τραγουδήσω δεν το έκανα μόνος. Μου το είπαν να το κάνω. Μου είπαν: “Τραγούδα τα δικά σου για να επιβιώσεις.”
-Υπάρχει και η υπεραξία του κορωνοϊού;  Και αν ναι, ο τρόμος, ο πανικός, ο φόβος ή ακόμα και η αδιαφορία μπορούν να ενταχθούν εντός της; 
Σε κάτι που δεν γνωρίζω δεν μπορώ να πάρω θέση. Παίρνω πληροφορίες. Αναζητώ πληροφορίες. Μπορώ να πιστέψω και στην υπεραξία του πράγματος. Δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Θεωρώ πως θα ζήσουμε με το φόβο μιας μικροβιακής επίθεσης. Ο πλανήτης αλλάζει. Ας φανταστούμε ξανά πως 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι κλείστηκαν σπίτι τους. Αυτό από μόνο του δημιουργεί ένα γεγονός που δεν έχει προηγούμενο. Στον πόλεμο βαρούσαν οι σειρήνες και ο κόσμος έμπαινε στα καταφύγια. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάτι που δεν ξέρουμε τι είναι. Άρα, λοιπόν, ένα πράγμα είναι σίγουρο: Αλλάζουν οι συμπεριφορές μας. Με στενοχώρια βλέπω πως τα ταβερνάκια της γειτονιάς μου δε γεμίζουν. Δεν μπορώ να φανταστώ θεατρικές παραστάσεις που οι παρέες θα απέχουν πολλές θέσεις η μία από την άλλη. Και τι θα γίνει, αν σκάσει ξανά αυτό το πράγμα; Και ο τουρισμός; Τι θα γίνει εκεί; Εκ των πραγμάτων αποκλείσαμε την είσοδο πολιτών από χώρες που ήταν να έρθουν εδώ και ολόκληρα νησιά ζούσαν από εκείνους. 
-Τουριστική χώρα σημαίνει μόνο καθαρές ξαπλώστρες σε μια παραλία και γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται; Μια χώρα που θεωρεί πολιτισμό την αναπαράσταση του παρελθόντος της, πού πάει;  
Η Ελλάδα έχει δύο πράγματα που εξάγει. Πολιτισμό και τουρισμό, αλλά αυτά τα δύο δεν σημαίνουν πως είναι ένα πράγμα. Ο πολιτισμός δεν είναι μόνο τα αρχαία. Άλλο η πολιτιστική μας κληρονομιά και άλλο τα υπόλοιπα….
-Σύγχρονο μνημείο ελληνικού πολιτισμού ποιο θα μπορούσε να είναι, Στέφανε;  
Έλα ντε, δεν ξέρω. Θα μπορούσε να είναι το σπίτι της Μαρίας Κάλλας που, απ’ όσο γνωρίζω, είναι ένα ερείπιο. Δεν ξέρω αν το επισκεύασαν. Δεν θα μπορούσε εκεί να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο μνημείο πολιτισμού;Ένα μουσείο με τα πράγματά της; Έχουμε πολλούς σπουδαίους Έλληνες που δεν υπάρχουν πια, αλλά θα έπρεπε να υπάρχουν μνημεία τους. Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, η Κάλλας. Μιλάμε για ανθρώπους που παντού τους γνωρίζουν. Η τελευταία για τον απλό άνθρωπο είναι το συνώνυμο της όπερας. Όταν λες “όπερα” η Κάλλας σού έρχεται στο μυαλό. 
•”-Την επόμενη μέρα που θα φύγει ο Μίκης Θεοδωράκης τι θα γίνει στην Ελλάδα;  
Χτύπα ξύλο, δεν θέλω να το σκέφτομαι αυτό, ρε φίλε. Ο Μίκης σημαίνει πολλά στην ψυχή μου. Ούτε καν θέλω να τη σκέφτομαι αυτή τη στιγμή. Θεωρητικά τότε θα καταλάβουμε το κενό, την απώλεια, το μέγεθός του.”
-Έχεις υπάρξει φαντασίωση σε κάποιους ανθρώπους. Το αφήγημα που βίωσες την επιτυχία σου ποιο ήταν; 
Ξεκίνησα να τραγουδώ από ανάγκη. Ως δημιουργός δεν υπήρχε καμία αναγνώριση, ούτε καν ηθική. Έπρεπε όμως να ζήσω. Το να τραγουδήσω δεν το έκανα μόνος. Μου το είπαν να το κάνω. Μου είπαν: “Τραγούδα τα δικά σου για να επιβιώσεις.”
-Και μετά; 
Όλο αυτό πήρε μια ανεξέλεγκτη πορεία. Από το να είμαι μόνος στο σπίτι, μέσα σε ένα χρόνο βρέθηκα να γεμίζω το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό. Συγκυρίες θα έλεγα. Είναι στιγμές που όλα συνωμοτούν στο να συμβεί κάτι. Μπορώ να το αναλύσω όλο αυτό βλέποντάς το από μακριά. Έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε. Λόγω της κλασικής μου παιδείας έβαζα το πιάνο να πρωταγωνιστεί στις συναυλίες μου. Όλο αυτό δημιούργησε μια διαφορετική κατάσταση από την τότε τρέχουσα μουσική πραγματικότητα. Το γεγονός πως σήμερα έρχονται παιδιά και μου λένε ότι ξεκίνησαν τη μουσική εξαιτίας μου, με κάνει να αισθάνομαι υπέροχα. Είναι μια επιβράβευση αυτό. Όλο το υπόλοιπο το χαζεύω, όταν η μνήμη με ταξιδεύει προς τα εκεί. Και λέω τι ωραία και πόσο περίεργα που ήταν. Τότε υπήρχαν μόνο δύο ιδιωτικά κανάλια και από το τέλος μέχρι την αρχή του προγράμματος πρόβαλλαν βίντεο κλιπ. Ήταν μια περίοδος που, όταν έβγαινα στο δρόμο, γινόταν πανικός. Τώρα, με όλα αυτά τα σόσιαλ μίντια καθένας είναι σταρ του εαυτού του, κοιτά την πάρτη του και πουλά το δικό του σταριλίκι και καλά κάνει. Αυτή ήταν και η αρχική “φιλοσοφία” πίσω από το facebook άσχετα στο ότι κατέληξε να αλλάζει και εκλογικά αποτελέσματα όπως λένε…  
-Οι haters πώς προέκυψαν; 
Αυτοί είναι μια κατηγορία από μόνοι τους. Είναι δόγμα. Είναι αυτό το προνόμιο της ανωνυμίας. Δε βλέπω τη φάτσα σου, δεν σε ξέρω, δε με ξέρεις αλλά μπορώ να σε κανιβαλίσω. 
-Έχεις αμφισβητήσει ποτέ τον εαυτό σου και τις ικανότητές σου; 
Έχω αμφισβητήσει κάποιες φορές τις επιλογές μου. Τις ικανότητές μου, όχι, σε γενικές γραμμές όχι.    
εικόνα papadakispress
-Η τέχνη δεν είναι κάτι στατικό. Η τέχνη του θεατή το ίδιο. Αλλάζει μορφές στο χρόνο. Σε έχει θαυμάσει ετερόκλητο κοινό. Είσαι καταξιωμένος. Η μουσική σου δεν γνωρίζει κοινωνικές τάξεις. Πώς στέκεσαι στη θέα αυτού του γεγονότος; 
Το καταξιωμένος το προσπερνάω. Ο χρόνος θα δείξει. Έχω πάρει όμως το μάθημά μου. Γνωρίζω, για παράδειγμα, πώς καταξιώθηκαν κάποια κομμάτια που λοιδορήθηκαν στο παρελθόν. Το “Σκόνη και Θρύψαλα” ας πούμε. Κάποτε το έθαβαν, στην πορεία του χρόνου συνέβη το αντίθετο. Το κομμάτι αποθεώθηκε. Άρα κριτής είναι ο χρόνος. 
εικόνα Panoulis
-Ας είναι η τελευταία ερώτηση της συνέντευξής μας αυτή. Η τελευταία φορά που ζήτησες συγνώμη πότε ήταν και για ποιον; 
Ζήτησα μεγάλη συγνώμη στον πατέρα μου, αλλά το έκανα αργά γιατί είχε φύγει από τη ζωή. Θεωρώ πως δεν πήγαινα να τον βλέπω όσο θα έπρεπε. Ήταν μια περίεργη άμυνα του εαυτού μου. Να μη δένομαι με τους ανθρώπους που ξέρω ότι κάποια στιγμή θα φύγουν. Θεωρώ πως έκανα τεράστιο λάθος εκείνη τη στιγμή. 
-Μιλάς για μια συγνώμη που δεν ακούστηκε όταν έπρεπε, στον άνθρωπο που έπρεπε. 
Δημιουργείς άμυνες όταν κοντεύει το τέλος πολύ αγαπημένου, δικού σου ανθρώπου. Το έχω συζητήσει και με άλλους ανθρώπους που είχαν την ίδια άποψη. Αποστασιοποιούμαστε. Φεύγουμε  για να μη βιώσουμε έντονα το φεύγα του δικού μας ανθρώπου. Αυτό που έγινε το μετάνιωσα πάρα πολύ. Και εκεί, γι’ αυτό που έγινε, ζήτησα μία τεράστια συγνώμη αλλά ήταν αργά για ν’ ακουστεί. Έγινε όχι κατόπιν εορτής που συνηθίζουμε να λέμε αλλά κατόπιν συμβάντος. Θεωρούμε πως δε μεγαλώνουμε ποτέ. Έτσι κοιτούμε τη μάνα και τον πατέρα μας. Εμείς παραμένουμε για πάντα το παιδί τους. Δε βλέπουμε, δε θέλουμε να δούμε ότι γερνούν. Αυτό, όπως και να έχει, είναι κάτι φυσιολογικό. Το να χάνει μια μητέρα το παιδί της είναι κάτι που δεν μπορώ να το φανταστώ. Αυτό είναι το τεράστιο δράμα. 
•”Δε θυμάμαι να έχω γελάσει ποτέ από χαρά. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχει συμβεί αυτό. Ίσως να άφησα κάτι κοντά σε χαμόγελο, όταν πήρα το πρώτο μου βραβείο σε διαγωνισμό πιάνου, αλλά αυτό δεν το λες γέλιο.”
-Τότε ας πούμε πως τελευταία ερώτηση αυτής της συνέντευξης θα μπορούσε να είναι αυτή. Θυμάσαι την τελευταία φορά που γέλασες δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσες;  
Έχω πάθει μεγάλη ήττα παρακολουθώντας Τριστάνο και Ιζόλδη, όπερα Βάγκνερ σε 6ωρη μίνιμαλ εκδοχή. Περίμενα παράλληλα με τη μουσική να δω και όλο αυτό το περίφημο βαγκνερικό σκηνικό, γιατί ο ίδιος ο Βάγκνερ έκανε υπερπαραστάσεις. Το να πάω να ακούσω, λοιπόν, Τριστάνο και Ιζόλδη σε ένα μίνιμαλ σκηνικό, με έναν Τριστάνο να πεθαίνει επί έξι λεπτά και με εμένα να κάθομαι σε απόσταση αναπνοής από το μαέστρο Κλάουντιο Αμπάντο, με τον οποίο είχα παίξει την προηγούμενη μέρα, στην όπερα του Σάλτσμπουργκ και να θέλω να πεθάνω από τα γέλια, ήταν κάτι που με ξεπερνά. Με πιάνουν τα γέλια σε πάρα πολύ δύσκολες περιπτώσεις. Εκεί που δεν πρέπει εμένα θα με πιάσει νευρικό γέλιο. Από την άλλη μεριά δε θυμάμαι να έχω γελάσει ποτέ από χαρά. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχει συμβεί αυτό. Ίσως να άφησα κάτι κοντά σε χαμόγελο, όταν πήρα το πρώτο μου βραβείο σε διαγωνισμό πιάνου, αλλά αυτό δεν το λες γέλιο. Παρακολουθώντας κωμωδίες έχω γελάσει πολύ. Το “Death at A Funeral” με έκανε να γελάσω. Μιλάμε για μια κορυφαία κωμωδία. Ξέρεις, γελάω πάρα πολύ με το χιούμορ, αλλά δεν μου αρέσει να “σπάω πλάκα”. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει αυτά τα δύο. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα δω κάποιον να πέφτει και εγώ στη θέα του να βάλω τα γέλια. Αν μπορώ θα πάω να βοηθήσω. Αυτό το έχω από παιδί. Γι’ αυτό και δεν είμαι φαν της πλάκας. Είμαι φαν του χιούμορ. Όσο καυστικό είναι, τόσο καλύτερα. Αγαπώ το χιούμορ των Εγγλέζων. Συνεργάστηκα μαζί τους και έχουν χιούμορ που τσακίζει κόκαλα. Με μια κουβέντα μπορούν να σε αφοπλίσουν. Τέχνη είναι αυτό. Να γέλασα κάποτε από χαρά, δεν θυμάμαι. Να χαρώ με κάτι ναι, αυτό συμβαίνει, αλλά πάντα με μέτρο. Ποτέ υπερβολικά. Δεν θα χαθώ στη χαρά ποτέ. Και πάντα προσπαθώ τη λύπη μου να την αξιολογήσω. Στα συναισθήματά μου είμαι πάντα μετρημένος, γιατί τα αξιολογώ. Λέω οκ χαίρομαι με κάτι και μετά αναρωτιέμαι, αν αξίζει τον κόπο να το κάνω. Και στη λύπη το ίδιο, τη ζυγίζω. Αυτό βέβαια είναι κάτι που το απέκτησα στην πορεία του χρόνου. Δεν γεννήθηκα αξιολογώντας συναισθήματα. 
-Η έννοια της λέξης “αυθορμητισμός” ακούγεται εύηχα στην εποχή μας. Τι ακριβώς εννοούμε με αυτό όμως; 
Είναι όμορφο να είσαι αυθόρμητος, είναι όπως ο αυτοσχεδιασμός στη μουσική. Ο αυθορμητισμός, η εξέλιξή του στη μουσική καταλήγει να γίνει αυτοσχεδιασμός. Μου λένε είσαι πολύ αυθόρμητος στη σκηνή. Ναι, είμαι έτσι. Μπορώ να πάρω μια ατάκα που θ’ ακουστεί από το ακροατήριο και μπορώ να την κάνω τραγούδι ή να την κάνω συνομιλία. Αυτό είναι αυθορμητισμός και δέχομαι τη μη παρουσία σκέψης σε στιγμές σαν και αυτές. Μετά όμως κάθομαι και αξιολογώ τα πάντα. Αναρωτιέμαι αν έθιξα κάποιον. Αν δεν κάνεις αξιολόγηση μετά πας χωρίς φρένα και δεν ξέρεις πού θα κουτουλήσεις, τι ζημιές θα δημιουργήσεις και σε άλλους ανθρώπους. 
•”Κάπνιζα πέντε πακέτα την ημέρα. Ήταν μανία. Έκανα, ας πούμε, μια συνέντευξη και το τσιγάρο δεν θα έσβηνε ποτέ. Με την καύτρα εκείνου που τελείωνε θα άναβα το επόμενο. Παλιότερα, όταν με ρωτούσαν: “Θα κόψεις το κάπνισμα;” απαντούσα: “Το τελευταίο πράγμα που θα κόψω είναι το τσιγάρο”.” 
-Η υγεία σου αυτό το διάστημα πώς είναι; 
Στη διάρκεια του λοκντάουν δεν μπορούσα να κάνω νοσοκομειακές εξετάσεις. Μου απαγορευόταν να μπω σε νοσοκομείο. Ήμουν και είμαι άνθρωπος υψηλού κινδύνου. Οι  τελευταίες κυτταρολογικές μου εξετάσεις, δόξα σοι ο θεός, ήταν καθαρές. Η δική μου αρρώστια δεν έχει τάιμινγκ. Είναι τέτοια η φύση αυτού του καρκίνου. Μπορεί να μου επιτεθεί σε μια στιγμή. Κάθε τρεις μήνες πρέπει να κάνω εξετάσεις.  Άρα πρέπει να την προλαβαίνω πάντα εν τη γενέσει της. Έχω πλήρη επίγνωση της κατάστασής μου. Είμαι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να δώσω μια ακόμα μάχη. Είμαι ετοιμοπόλεμος. Είμαι προσεκτικός. Έχω στερηθεί πολλές μικρές χαρές της ζωής αλλά δεν με νοιάζει και τόσο. Το τσιγάρο ας πούμε…
-Σου άρεσε το τσιγάρο; 
Κάπνιζα πέντε πακέτα την ημέρα. Ήταν μανία. Έκανα, ας πούμε, μια συνέντευξη και το τσιγάρο δεν θα έσβηνε ποτέ. Με την καύτρα εκείνου που τελείωνε θα άναβα το επόμενο. Παλιότερα, όταν με ρωτούσαν: “Θα κόψεις το κάπνισμα;” απαντούσα: “Το τελευταίο πράγμα που θα κόψω είναι το τσιγάρο”. 
εικόνα Μανώλης Χιώτης
-Ας είναι αυτή η τελευταία ερώτηση της συνέντευξής μας. Πέρα από τις Βάκχες τι άλλο έκανες στη διάρκεια του λοκντάουν;
Διάβασα πολύ. Επέστρεψα στον Σέξπιρ, ήθελα να δω πώς θα είναι η επιστροφή μου σε αυτόν με τα μυαλά που έχω τώρα στα πράγματα. Διάβασα λόγω της εμπλοκής μου στην παράσταση “Βάκχες”, τους “Φτωχούς” του Ντοστογιέφσκι. Ξαναέπιασα στα χέρια μου βιβλία του Μίκη Θεοδωράκη. Με τα κείμενά του ταξίδεψα ξανά σε πράγματα που γνώριζα από τις αφηγήσεις του, αλλά το να τα διαβάσω είχε άλλη αξία. Ο Μίκης είναι καταπληκτικός. Εκτός από τις νότες έχει χάρισμα και στις λέξεις. 
-Αυτή μπορεί να είναι η τελευταία ερώτηση… 
Έχει πλάκα αυτό. Γράψτο σε παρακαλώ. Στη συνέντευξή μας, έχεις πει “τελευταία ερώτηση” 4-5 φορές και πάντα συνεχίζεις. 
-Την επόμενη μέρα που θα φύγει ο Μίκης Θεοδωράκης τι θα γίνει στην Ελλάδα;  
Χτύπα ξύλο, δεν θέλω να το σκέφτομαι αυτό, ρε φίλε. Ο Μίκης σημαίνει πολλά στην ψυχή μου. Ούτε καν θέλω να τη σκέφτομαι αυτή τη στιγμή. Θεωρητικά τότε θα καταλάβουμε το κενό, την απώλεια, το μέγεθός του. Αυτοί που τον έβριζαν νομίζω θα πονέσουν. Αλλά, γενικότερα μιλώντας, θεωρώ πως η απώλειά του θα είναι μια πολύ κακή στιγμή σε μια κακή στιγμή για τη χώρα και για την παγκόσμια μουσική.  Αλλά δεν θέλω να το σκέφτομαι αυτό. Περιμένω τη στιγμή που θα μπορέσω να πάω να τον δω. Να κάτσουμε να πιούμε τον καφέ μας. Εγώ τον δικό μου, εκείνος τον δικό του, που κάνει πως τον πίνει. Να πούμε τα δικά μας. Ο Μίκης είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή συνθέτης, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά παγκόσμια και διαχρονικά. Έχω τη δυνατότητα να συνομιλώ με ένα τέρας της μουσικής, έναν ασύλληπτο εγκέφαλο. Μια προσωπικότητα που όμοιά της δεν υπάρχει. Είναι και ένας δικός μου, πολύ κοντινός μου άνθρωπος. Το χιούμορ του είναι ίδιο με εκείνο που είχε και ο πατέρας μου..
-Είναι μια πατρική φιγούρα για σένα ο Μίκης; 
Ναι, γίνεται μια προσομοίωση αυτού που λες. 
Το αναζητάς αυτό; 
Επειδή ξέρω πως δεν γίνεται, ό,τι δεν γίνεται δεν το αναζητώ. Υπάρχουν στιγμές που θα ήθελα να μοιραστώ με τον πατέρα μου γνώμες μαζί του. Είχε μια σκέψη πάρα πολύ διορατική, προέβλεπε καταστάσεις. 
•Βάκχες του Ευριπίδη
Σκηνοθεσία Χρήστος Σουγάρης
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Σκηνικά – Κουστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος – Αλεξάνδρα Σιάφκου
Κίνηση: Στέφανι Τσάκωνα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης

 

ΔΙΑΝΟΜΗ
Διόνυσος: Γιώργος Κοψιδάς
Τειρεσίας: Νίκος Καρδώνης
Κάδμος: Δημήτρης Ήμελλος
Πενθέας: Στάθης Κόικας
Θεράπων: Κρις Ραντάνοφ
Α΄ Άγγελος: Χριστόδουλος Στυλιανού
Β΄ Άγγελος: Μανώλης Μαυροματάκης
Αγαύη: Νίκη Σερέτη
Βάκχες: Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια, Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη
Γυναίκα: Ρούλα Πατεράκη
Άνδρας: Κώστας Λάσκος
Τυμπανιστής: Άρης Καλλέργης
Φωτογραφίες : Βαγγέλης Πούλης
Artwork : Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
INFO 
19/7 Θέατρο Αυλιδείας Αρτέμιδος – Χαλκίδα
23/7 Θέατρο Βράχων
18/8 Θέατρο Φλόκα – Αρχαία Ολυμπία
5/9 Θέατρο Κοζάνης
11/9 Κηποθέατρο Παπάγου 

12/9 Βεάκειο
Προπώληση : viva.gr
Τιμές εισιτηρίων : 15 ευρώ (γενική είσοδος), 12 ευρώ (μειωμένο)

 Συμπαραγωγή : PEOPLE ENTERTAINMENT GROUP – PURE ART – ΔΗΠΕΘΕ ΚΟΖΑΝΗΣ