της Σώτιας Παπαμιχαήλ //

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης με το βιβλίο του Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας – εκδόσεις αντίποδες ξύπνησε τη γη της Θεσσαλίας από τον βαθύ της ύπνο. Ξύπνησε δάση σκιερά και λίμνες ξεχασμένες. Ποτάμια στερεμένα από νερό, χωριά που τα έχει σβήσει ο χάρτης. Με το κοντύλι του έπλεξε παραδόσεις, λατρείες παλιές, δοξασίες, όνειρα κι εφιάλτες. Μάστορας και παραμυθάς δεινός, αν και το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο του, έφτιαξε ιστορίες από χώμα, σίδερο κι αστέρια κεντημένα. Ιστορίες να σου κόβουν την ανάσα από την πρώτη λέξη, να κάνουν τα πάραλογα να μοιάζουν λογικά και τα λογικά, ψέματα για μικρά παιδιά που αντριεύουν και θεριεύουν στα μέρη εκείνα…

…Βλαχοχώρια, πόλεις του Παγασητικού, Δρακοχώρια, Αργιθέα και Καραγκουνοχώρια. Έξω από τα παραθύρια τους λυσσομανάει ο άνεμος κι αλυχτάνε τα σκυλιά της Εκάτης. Χειμώνας βαραίνει τον ύπνο των κατοίκων τους κι η Φολέρα με το καμτσίκι της κλέβει από το μαξιλάρι τους όνειρα κι εφιάλτες. Πέντε παιδιά στο Πετροχώρι, παραφυλούν να κρυφακούσουν κοράκων λόγια για τα μελλούμενα, μα ο ήλιος τα καταριέται. «Μολόγα δάσκαλε» φωνάζουν οι πλαγιές του Κόζιακα, πάνω από το Περτούλι, μολόγα το κρίμα σου κι ας μας καταπιεί όλους ετούτη η γη που έχει ταγμένο δάσος ολάκερο στη νύχτα. Καβαλάρης σκοτεινός καλπάζει εντός του, πάει να τα βάλει με τον γέρο-Θάνατο, τα χρόνια να νικήσει. Σαν τον πατέρα του φεγγαριού που κάποτε στο Νεραϊδοχώρι, τα ’βαλε με τον ήλιο. Να τον αφανίσει ήθελε, να μη σκοτεινιάζει πια το φως του παιδιού του. Του Φεγγαριού που ασήμωνε τον Πηνειό, να τραγουδούν και να χορεύουν οι Καλότυχες. Οι νεράιδες που χαρίζουν, σε όσους τολμηρούς περνούν τον ποταμό, γεράματα βαθιά, δίχως έννοιες. Με την ευχή των Καλότυχων μια νύχτα με Φεγγάρι, ούτε η Μιζέρια δεν τολμάει να τους ζυγώσει.

Μα τριγυρνάνε κι άλλοι τύραννοι της σάρκας και του νου, σε εκείνα εκεί τα μέρη. Η μάνα της μπόρας η Καταιγίδα, η γριά η Γρίππη η ξεδοντιάρα, η κυρά της Καταχνιάς που ο ίσκιος της είναι βαρύς. Κρύβει τα ψάρια της λίμνης στην ομίχλη της και ρίχνει χτικιό και λάσπη στα δίχτυα των ψαράδων. Μα σαν την κυρά-Πανούκλα δεν είναι άλλη. Γατζώνεται από το θύμα της και παν τα σωθικά του. Αν όμως ο αδικοχαμένος έχει άλογα και νιώσουν το χαμό του, στάχτη θα κάνουν το χωριό μαζί και την πανούκλα, να γεννηθούν κι άλλα παιδιά χωρίς να τη φοβούνται. Ρούσα μωρά στον Όλυμπο, αγόρια στα Φάρσαλα γερά που βγάζουν το χειμώνα και άλλα τόσα στη Δράκεια που τα φυλάνε οι γονείς από τα Αποδιοπομπαία. Από κακές σπορές, δηλαδή, στράτες ακόμα πιο κακές κι από το φονικό του χρόνου που θα έρθει. Μα οι Μοίρες δεν αφήνουν τους ανθρώπους μόνους να παλεύουν με τις φλόγες του κακού. Με δέρμα σκέπασαν τη γη, του καρφώσαν αστέρια και γάζωσαν όλες τις ραφές με αλάνθαστη ανέμη. Κι αν καταλάβουν οι άνθρωποι πως υπάρχει αστέρι ξεμανταλωμένο και πάει να ανοίξει η ραφή, παίρνουν σκάλες ουράνιες και δυο-δυο τα σκαλιά ανεβαίνουν, με το δισάκι τους φορτωμένο. Καπνισμένες βελόνες έχουν μέσα κι αλεπουδίσια αυγά, μαύρο νερό και μανδραγόρα βουβό από το Βλάσι κι όσα ξόρκια τους έδωσε η Καλορίζικη από την Αργιθέα. Κακό να μη μας πιάνει.

Λέγεται, από μεγάλους και σοφούς πως κάπου στα τρίσβαθά μας, τα σκοτεινά, φύεται μια επιθυμία ανομολόγητη, θήραμα να είμαστε στα νύχια του κακού. Κάποτε να του ξεφεύγουμε και να νικάει η ζωή και κάποτε να χανόμαστε μέσα σε αυτό κι ο θάνατος να κερδίζει. Έτσι ο άνθρωπος, στα βάθη των αιώνων, έπλασε μύθους και θρύλους σκοτεινούς που έκαναν τις καρδιές να χτυπάνε σαν τρελές μα να θέλουν λίγο ακόμη. Κι αυτό το λίγο ακόμη μας το δίνει ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης με τις ιστορίες του αυτές που μοιάζουν αλλόκοτες μα τόσο σαγηνευτικές, ιστορίες που σε πάνε ταξίδια σε χρόνο μαγικό και δε σε αφήνουν στιγμή, να τις αφήσεις γιατί κατά βάθος ξέρεις πως την κυρά της Καταχνιάς δεν την κατάπιε η λίμνη και το καμτσίκι της Φολέρας ακόμα χωρίζει τον ουρανό στα δυο, τις νύχτες που αμέριμνοι κλείνουμε τα μάτια. Καληνύχτα!