από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Τα βιβλία της Ρέας Γαλανάκη τα επιλέγω με κλειστά μάτια. Η γλώσσα κι η θεματολογία της είναι πάντα εγγύηση. Κάνει τις σκέψεις της καράβι και τις λέξεις της κουπιά, για ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο. Με το τελευταίο της βιβλίο, Δυο γυναίκες, δυο θεές-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, βάζει πλώρη για ένα ταξίδι στο Αιγαίο. Δυο θεές μας περιμένουν και δυο άντρες. Δυο ιστορίες δύναμης, αγάπης και πόνου. Δυο στιγμές στην ιστορία τόσο μακρινές. Τις χωρίζουν αιώνες. Τις ενώνει το ίδιο βλέμμα που λέει, όχι, δεν τελειώσαμε. Πονέσαμε, ματώσαμε μα δεν τελειώσαμε εδώ.

Πρώτος σταθμός η Τήνος. Εκεί στα άνυδρα βουνά της, βρίσκουμε το Γιαννούλη Χαλεπά, το διάσημο Έλληνα γλύπτη έχοντας περάσει τα πενήντα, με ένα κουστούμι τριμμένο, χιλιοφορεμένο να κοιτάζει το πέλαγο, ανάμεσα στα πρόβατα της φαμίλιας του που έβγαζε κάθε μέρα για βοσκή. Με δυο γόπες στην τσέπη, που είχε μαζέψει από τα σοκάκια του χωριού του και λίγο κοκκινόχωμα που είχε βρει ανάμεσα στα βράχια, έκανε σχέδια με το νου του. Σχέδια που έκρυβε στις γωνιές του μυαλού του, γιατί η μάνα του κι οι γιατροί του πίστευαν πως αυτά τον έστειλαν στο φρενοκομείο της Κέρκυρας κι έχασε σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια από τη ζωή. Αυτά και το μάρμαρο, που τόσο αγάπησε και έπλασε και μάγεψε. Βλέπε, Ωραία Κοιμωμένη. Αυτά έκαναν το μυαλό του να σαλέψει. Το πάθος βαφτίστηκε λάθος κι έγινε εχθρός. Κι εκείνος με το κεφάλι χαμηλά, δέχτηκε τη μοίρα, σα να ήταν έτοιμος από καιρό. Δέχθηκε τη ζωή του βοσκού, τη ρετσινιά του τρελού. Μόνο αυτό του επέτρεπαν να κάνει. Μα το μυαλό είναι αληταριό και κάγκελα δε γνωρίζει. Κρυφά έκανε το κοκκκινόχωμα πηλό και τον πηλό ζωντάνευε μέσα στα ηλιοκαμένα δάχτυλά του που δεν καταλάβαιναν από φωνές κι απαγορεύσεις. Τα δάχτυλα αυτά έπλασαν και την πρώτη θεά του βιβλίου. Την θεά Αθηνά βοσκοπούλα.
«Είναι ηλίθιοι οι άνθρωποι που θελουν τη θεά της Σοφίας με περικεφαλαία και δόρυ. Πιο πολύ ταιριάζει σαν βοσκοπούλα.»
Είχε καταλάβει ο Χαλεπάς πως η σοφία δεν κρύβεται στη δύναμη. Δεν κρύβεται στη λάμψη. Σε κείνα τα άνυδρα βουνά, που διδάσκουν καρτερία κι αγάπη, φυτρώνει. Ανάμεσα σε χόρτα και λουλούδια ταπεινά. Έζησε πολλά. Διέπρεψε και δοξάστηκε στην πρώτη νιότη. Μα τη δόξα του δεν πρόλαβε να τη χαρεί. Η ταραγμένη του φύση τον γκρέμισε στα τάρταρα της μοναξιάς. Ξύπνησαν οι δαίμονες και δεν έλεγαν να σωπάσουν. Μόνο παυσίλυπο γιατρικό πια, μια ριππή του ανέμου στο πρόσωπο, τα ζωντανά του και λίγος πηλός να μην ξεχνάνε τα χέρια. Ναι, αυτή η σοφία τον έσωσε και ξεμπέρδεψε το κουβάρι του νου και της ζωής του. Κι όταν όλοι πια, τον είχαν ξεγραμμένο, εκείνος ήξερε. Εβλεπε πως τίποτα δεν τέλειωσε κι απλά περίμενε ένα κάλεσμα, που άργησε μα ήρθε. Κι από παρίας καλλιτέχνης τελεύτησε μέσα σε αγάπη και τιμές. Από τρελός «έγινε» πάλι ο σοφός. Εδώ, στην Αθήνα που σπούδασε και δόξασε και τον περίμενε για να ξεπλύνει τη λησμονιά και τον πόνο.

Η ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά ήταν πιο κακοτράχαλη, από όσο θα μπορούσε να επινοήσει το μυαλό του πιο σατανικού λογοτέχνη. Τήνος.Ταλέντο. Επιμονή. Σπουδές. Αθήνα. Εξωτερικό. Επιτυχία. Αρρώστια. Εγκλεισμός. Επιστροφή στη μητέρα γη και στη μάνα απαγόρευση και τιμωρία. Περιορισμός. Υποταγή. Ενδεια. Κι ύστερα το θαύμα. Επιστροφή στη ζωή. Στην Αθήνα. Η Ρέα Γαλανάκη μας ξανασυστήνει τον υπέροχο αυτό άνθρωπο, σε μια δύσκολη στιγμή του και μας ανοίγει τα κουτάκια της ζωής του. Μιας ζωής που πάνω-κάτω την ξέρουμε, μα τη στιγμή εκείνη πάνω στα βουνά, με τη θεά του αγκαλιά δεν τη μαντεύαμε καν. Κι αυτό το βλέμμα, που χανόταν στο απέραντο γαλάζιο περιμένοντας, αυτό κι αν δεν το ξέραμε.

Γιαννούλης Χαλεπάς

Ένα βλέμμα, που εν αγνοία του, διατυρωνόταν με εκείνο της Αριάδνης. Της θεάς στη δεύτερη ιστορία του βιβλίου. Στο δεύτερο σταθμό του ταξιδιού αυτού. Σε ένα απόμερο ακρογυάλι της Νάξου, αιώνες πολλούς νωρίτερα. Εκεί που την κούρσεψε, με το κορμί του, ο Θησέας και την παράτησε μόνη. Να βλέπει το καράβι του με τα μαύρα πανιά να ταξιδεύει για την Αθήνα, αφού βγήκε ζωντανός από το λαβύρινθο του Μινώταυρου. Ματοβαμμένος και λάβρος. Νικητής; Έτσι λένε τα γραμμένα. Έτσι τα διηγήθηκε και φτάσανε σε μας. Τη μάγεψε την πριγκίπισσα την Κρητικοπούλα. Την κόρη του βασιλιά Μίνωα που είχε υποτάξει την πόλη του, την Αθήνα και ζητούσε φόρο αίματος για το θάνατο του γιου του Ανδρόγεω Της έταξε έρωτα και πήρε για αντάλλαγμα τα μυστικά της νίκης κι άλλαξε την ιστορία του κόσμου του. Την πλάνεψε με μια ματιά. Με έναν χορό. Κι εκείνη του παρέδωσε γη και ύδωρ για να μην τον χάσει. Φωτοστέφανο και μίτο χρυσό παρέδωσε. Και το σκότωσε ο Θησέας το τέρας κι αδελφό της. Τον τρομερό Μινώταυρο. Τον παρέδωσε η ίδια, δίχως δεύτερες σκέψεις. Ο έρως πιο δυνατός από τις τύψεις από τη λύπη. Κι έτσι στο αίμα βουτηγμένος την άρπαξε με το καράβι του και την έφερε στη Νάξο. Τον κράτησε το λόγο του. Την πήρε απο το νησί. Την έκανε γυναίκα του. Δεν έγινε επίορκος. Η Αριάδνη όμως ξέχασε μια λέξη να χωρέσει σε όσα του ζήτησε. Τη λέξη για πάντα. Πόσο τον βόλεψε το νικητή, έτσι να την ξεφορτωθεί, με όλο το βάρος της βοήθειας που του πρόσφερε. Θα του θύμιζε ως το τέλος πως τη μισή νίκη της τη χρωστούσε. Πώς θα βασίλευε με τέτοιο βάρος; Τα μαύρα πανιά θα ξεπάστρευαν τον πατέρα. Εκείνη όμως πώς θα την πετούσε έξω από την ιστορία του; Ηταν πολύ δυνατή κι αυτόφωτη για το δικό του κόσμου. Μια Μινωίτισσα πριγκίπισσα, τι χωριό θα έκανε με έναν Αθηναίο βασιλιά; Στον κόσμο του, οι γυναικες ήταν σκυφτές. Στον κόσμο της αφέντρες. Ευτυχώς ο έρωτας έφερε το λάθος. Μια λέξη λιγότερη κι απελευθερώθηκε από τα δεσμά της για να γυρίσει μόνος και δυνατός.

Στην ιστορία που έγραψε ο Θησέας, η Αριάδνη, έμεινε μόνη να θρηνεί τον έρωτα που έβλεπε να χάνει. Στην ιστορία όμως τη δική της, στο ακρογυάλι της Νάξου, εκεί που ο Θησέας τη νόμιζε χαμένη, εκείνη είδε πως τίποτα δεν τέλειωσε. Πως η ζωη θα ξανάρχιζε μετά το χωρισμό του. Πως η απουσία του θα την πονούσε μόνο για λίγο και πως την περίμεναν άλλες χαρές και πως ο Διόνυσος θα της έδινε μια ακόμη ευκαιρία. Πιο δυνατή. Μια ευκαιρία αντάξιά της. Μια νέα αγάπη, μια νέα ζωή. Εκεί στο ακρογυάλι της Νάξου είδε όσα έζησε στιγμή τη στιγμή κι όσα την περίμεναν, να έρχονται από το πέλαγο σιμά της. Έκανε το θρήνο, προσμονή κι ας την είχε η ιστορία για τελειωμένη. Κι άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει στα μελλούμενα. Με ένα χαμόγελο μικρό, λέγοντας πως κι αυτό θα περάσει.

Την ιστορία της την ξέρουμε από μικροί, μα η Ρέα Γαλανάκη τη ζωντανεύει μέσα από τα μάτια της. Οι στιγμές του μύθου παίρνουνε ζωή. Ο χορός. Το αντάμωμα με το Θησέα. Η συνέργεια στο έγκλημα. Η αγωνία. Η νίκη του.Το σμίξιμο. Ο χωρισμός. Η ήττα της κι η νίκη της ζωής που ξέρει καλύτερα από όλους. Κι το βλέμμα της που διασταυρώνεται με εκείνο του Χαλεπά κάπου ψηλά στον ουρανό, εν αγνοία και των δυο. Οι αιώνες ανάμεσα στους δυο ήρωες δεν έγιναν τοίχοι, αγέρας έγιναν που τους έφερε κοντά. Το γαλάζιο του Αιγαίου καθρέφτης της μοίρας, τους ένωσε παράδοξα σε αυτό το βιβλίο. Ένα βιβλίο ποίηση, γεμάτο ελπίδα και δύναμη και ζωή. Ένα βιβλίο, ταξίδι με γερό σκαρί, στα νερά δυο ταραγμένων ζωών που τελεύτησαν ευτυχισμένες. Όχι, δεν είναι ξένες και παράταιρες, οι δυο αυτές ιστορίες. Είναι πλεγμένες στο ίδιο γαϊτανάκι. Αυτό της ζωής.