του Γιάννη Καφάτου //

πηγή: https://www.viewtag.gr

Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας είναι ένας χρυσός Ολυμπιονίκης του φωτορεπορτάζ. Ένας διεθνής Έλληνας που τίμησε τις φωτογραφικές του μηχανές όσο λίγοι στον κόσμο. Είναι ένα παιδί από την Καισαριανή που λαχτάρησε την «γη της επαγγελίας», την Αμερική μετά τον πόλεμο, και μετά ήρθε μια άλλη Λαχτάρα στη ζωή του: Η φωτογραφία. Του έκανε «κλικ», και ξέχασε την Αμερική. Έχει τραβήξει χιλιάδες φωτογραφίες αλλά και μόνο για τις τρεις φωτογραφίες με το τανκ της χούντας να εισβάλει στο Πολυτεχνείο θα μπορούσε να μπει στο πάνθεον αυτών που σώζουν την ιστορία και συμβάλλουν στην αποκάλυψη της αλήθειας. Τον έβλεπα μέχρι τα μέσα της δεκατίας του ’90 που συνταξιοδοτήθηκε να είναι έξω, στους δρόμους που βγαίναμε για ρεπορτάζ.

•Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας είναι ένας ευγενής άνθρωπος που παρά το γεγονός ότι έχει ζήσει τη φρίκη και την αγωνία του θανάτου σε πολεμικά πεδία σε πολλά σημεία του πλανήτη, όταν τον συναντάς βλέπεις ένα καθάριο βλέμμα γεμάτο λαχτάρα. Το βιβλίο του δεν είναι μόνο ένα φωτογραφικό λεύκωμα. Είναι και αυτό καθώς έχει μερικές εκατοντάδες από τις ιστορικές φωτογραφίες του. Το «Ζην επικινδύνως» είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο με την αξία της προφορικής ιστορίας

Διηγείται ό,τι έζησε πριν γίνει δημοσιογράφος – γιατι δεν μπορείς να είσαι φωτορεπόρτερ του δικού του βεληνεκούς αν δεν είσαι και πολύ καλός δημοσιογράφος, αλλά και ιστορικά γεγονότα, τεκμηριωμένα με ημερομηνίες και ονόματα. Έτσι είχε μάθει να δουλεύει. Δεν νοείτω να στείλει φωτογραφία στο Associated Press στη Νέα Υόρκη χωρίς λεζάντες και χωρίς τα ονόματα των πρωταγωνιστών.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Με αφορμή αυτό το βιβλίο τον συνάντησα ένα απόγευμα και πίνοντας ένα τσάι μιλήσαμε για τη ζωή του φωτορεπόρτερ, φυσικά για την μοιραία βραδιά της 17ης Νοέμβρη και είχα τη χαρά να μου καταθέσει στιγμές που τον σημάδεψαν στη 40χρονη πορεία του. Η συνέντευξη μας θα μπορούσε να κρατήσει πολλές ώρες γιατί όσο τον έβλεπα όταν μου διηγιόταν τη συναρπαστική του ζωή ένιωθα ένα δέος που λίγες φορές μου έχει συμβεί. Άλλωστε πόσους με πόσους θρύλους μπορείς να πιεις ένα τσάι και να τους ακούς να σου μιλάνε! Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μου διέθεσε και την εμπιστοσύνη.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

-Όταν κλείνετε τα μάτια σας, το βράδυ, ποια φωτογραφία, ποια εικόνα από τις χιλιάδες που έχετε τραβήξει σας έρχεται στο μυαλό;

Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα της δουλειάς υπήρξαν πολλές συγκλονιστικές φωτογραφίες, πάρα πολλές. Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να πω ότι θυμάμαι μια συγκεκριμένη.

-Μια εικόνα που δε θέλετε να θυμάστε;

Κι αυτές είναι πολλές. Οι εικόνες που αντίκριζα στη Βυρηττό σε όλη τη δεκαετία του ’70, και στην Αφρική τον εμφύλιο μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι, το 1994. Η σφαγή στην Ουγκάντα ήταν τρομερή. Τρομακτικές σκηνές. Δε θέλω να τις σκέφτομαι.

-Έχετε ωφελήσει με τα πορτραίτα σας πολλούς πολιτικούς. Έχουν συμπεριφερθεί με μπέσα; Ή απλώς σας χρησιμοποιούσαν

Πολιτικός με μπέσα … είναι σα να σου πέφτει το λαχείο. Αλλά μην τους βάλουμε όλους σε ένα τσουβάλι. Υπήρχαν άνθρωποι σοβαροί. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης ήταν από τους ανθρώπους που μπορεί να μην πίστευαν αυτά που έλεγαν αλλά έκαναν τους άλλους να τους πιστεύουν.

–Αν το …πάρουμε « ινδιάνικα», τους κλέβατε την ψυχή. Πώς ήταν η κατ΄ ιδίαν συνεργασία μαζί τους;

Σε κάθε συνάντηση έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από όλους. Γνωρίζοντας ότι η φωτογραφία που τους τραβούσα θα πήγαινε μέσω Associated Press σε όλον τον κόσμο, και ως έξυπνοι άνθρωποι μου παρείχαν κάθε ευκολία για να κάνω τη δουλειά μου.

-Αισθανθήκατε ποτέ ότι οι πόρτες άνοιγαν στο Πρακτορείο και όχι στον Αριστοτέλη;

Όχι, πιστεύω ότι υπήρξε ένας συνδυασμός και των δύο. Άλλωστε κι άλλοι συνάδελφοι δούλεψαν και δουλεύουν σε πρακτορεία. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Είναι θέμα προσέγγισης. Σ’ αυτό τον τομέα, όπως άλλωστε το λένε όλοι, είχα επιτυχία.

-Γνωρίζοντας σας κι εγώ λίγο από ρεπορτάζ ξέρω ότι το μότο σας είναι ότι «η ευγένεια ανοίγει πόρτες» αλλά έχετε πει επίσης ότι χρειάζεται και θράσος για να κάνετε τη δουλειά σας. Χρειάζεται;

Βεβαίως χρειάζονται και τα δύο. Ξεκινάς με την ευγένεια. Αυτό έκανα πάντα. Όταν έβλεπα ότι είχαν ανθρώπους που με καταλάβαιναν, ήταν ευγενείς όλα κυλούσαν ρολόι. Υπήρχαν όμως και φορές που συναντούσα αντιδράσεις και αντιρρήσεις. Και τότε, εκεί που έβλεπα ότι είχαν δίκιο υποχωρούσα αλλά με την πολιτική και τον τρόπο μου προσπαθούσα να τους φέρω στα νερά μου. Εκεί που είχαν άδικο και προσπαθούσαν να μου κόψουν το δρόμο χωρίς αιτία, εκεί έβγαζα πολύ τσαμπουκά. Και πέρναγε το δικό μου.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

-Στο ρεπορτάζ του δρόμου, ποιες ήταν οι συνθήκες τότε και πώς τώρα;

Έχω εικόνα και επαφές με τους νέους συναδέλφους. Η κάλυψη των γεγονότων δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ. Τότε δεν είχαμε την ευχέρεια και την πολυτέλεια να φοράμε μάσκες για να αντέξουμε τα δακρυγόνα, δεν είχαμε τόσο γρήγορες μηχανές. Όμως μη φανταστείτε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά. Κι εμάς μας κυνηγούσε η αστυνομία, μας χτυπούσε κι εμείς κάναμε τις τρέλες μας.
Ο σωστός φωτορεπόρτερ πρέπει να ελέγχει τον εαυτό του. Να μην προκαλεί και να μην κάνει προβοκάτσιες.
Όταν πηγαίναμε πίσω από τους αστυνομικούς τρώγαμε πέτρες από τους διαδηλωτές, όταν πηγαίναμε πίσω από τους διαδηλωτές τρώγαμε δακρυγόνα από τους αστυνομικούς. Αυτή είναι η μοίρα των φωτορεπόρτερ. Προσωπικά προτιμούσα να είμαι με το μέρος των αδυνάτων. Εκεί μου άρεσε να βρίσκομαι.

-Κρίνοντας τη δουλειά κάποιων δημοσιογράφων μου δίνουν την αίσθηση ότι θεωρούν τον εαυτό τους ποιο σημαντικό από τον άνθρωπο που έχουν απέναντί για μια συνέντευξη. Το πιστεύετε; Υπάρχει τέτοια συμπεριφορά και στους φωτορεπόρτερ;

Ναι αυτό λες ισχύει. Αλλά για τους φωτορεπόρτερ θα σου πω ότι αφορά το άτομό μου. Έχω φωτογραφίσει αυτοκράτορες, βασιλείς, πρωθυπουργούς, καλλιτέχνες τεράστιας εμβέλειας, αθλητές-μύθους. Αλλά κι ένα παιδάκι στο δρόμο, έχω φωτογραφίσει και απλούς ανθρώπους. Πότε δεν θεώρησα τον εαυτό μου πιο πάνω από το θέμα που φωτογράφιζα. Πάντα πήγαινα με ευγένεια και έδινα στον άλλον να καταλάβει ότι δεν πήγαινα με κακές προθέσεις. Ήθελα να παίρνει ο άλλος το μήνυμα ότι η φωτογραφία μου δεν θα του έκανε κακό.
Επίσης δεν πήγαινα ποτέ κρυφά. Εκτός από περιπτώσεις που ήξερα ότι η απάντηση θα ήταν «όχι» οπόταν εκεί ίσχυε το ρητό: First shoot, then ask – Πρώτα τραβάς, μετά ρωτάς.
Νομίζω ότι ευγένεια μου έκανε τους άλλους να με βλέπουν με καλό μάτι.

•Να σου πω για τη Λίζα Μινέλι. Είχε έρθει για συναυλία στο Ηρώδειο και πήγα με τις μηχανές μου να τραβήξω. Ανέβηκα στα σκαλοπάτια, έβαλα τον τηλεφακό μου και άρχισα τη φωτογράφιση. Έστειλε τότε κάποιον δικό της να μου να μην την τραβάω κοντινά αλλά μόνο ολόσωμες φωτογραφίες. Είπα: θα το έχω υπόψη μου και τότε έβαλα ακόμη μεγαλύτερο φακό για ακόμη πιο κοντινές λήψεις

Ήμουν και λίγο τζαναμπέτης: όταν μου έλεγαν «αυτό όχι» εγώ ήθελα να το κάνω. Δεν μπορούσα ανεχθώ να μου υποδείξουν τι θα κάνω. Όχι γιατί θεωρούσα ότι τα ήξερα όλα, άλλωστε ούτε τώρα τα ξέρω. Αλλά δε λες σε έναν φωτορεπόρτερ πώς να κάνει τη δουλειά του.

-Είχατε πολύ καλές σχέσεις με τη Μελίνα. Αλλά κι εκείνη σας ταλαιπώρησε μια μέρα στην Ακρόπολη; 

Είχα πάρα πολύ καλές σχέσεις. Τη φωτογράφιζα στις πρόβες της στο θέατρο, πριν πάω στο Associated, όταν ήμουν στην Ένωση. Μετά το «Ποτέ την Κυριακή» είχε ανέβει στα ουράνια. Αλλά ήταν έξυπνη γυναίκα. Ήξερε ότι μια φωτογραφία ακόμη κι από έναν περαστικό θα της έκανε καλό.
Εκείνο το πρωινό στην Ακρόπολη που τρώει κουλούρι κι ένα τρίγωνο τυράκι δεν ήθελε να φωτογραφηθεί. Εγώ την είχα τραβήξει από μακριά, κι όταν έφτασα κοντά και μου είπε ότι δεν θέλει της είπα: Κοίτα Μελίνα σε έχω ήδη τραβήξει. Είναι ωραία φωτογραφία. Και δέχτηκε τελικά. Υποχώρησε.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

-Ας έρθουμε τώρα στις τρεις φωτογραφίες που δείχνουν όλη τη θηριωδία της Χούντας. Είστε ο άνθρωπος που κατέγραψε την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο, ξημέρωμα 17 Νοεμβρίου λίγο πριν από τις τρεις το πρωί.

Είναι μεγάλη ιστορία πώς έφτασα μέχρι εκεί. Όλες τις προηγούμενες μέρες όλοι οι συνάδελφοι κυκλοφορούσαμε στο κέντρο και φωτογραφίζαμε εν μέσω κυνηγητού από την αστυνομία. Μας πυροβολούσαν με πλαστικές σφαίρες. Εμείς όμως έπρεπε να κάνουμε τη δουλειά μας. Σκοτείνιαζε νωρίς οπότε γύρω στις 6 όλοι μαζευόμαστε στα γραφεία μας. Δεν θα ήταν και τόσο φρόνιμο να βγεις με φλας να φωτογραφίσεις έναν αστυνομικό να χτυπάει έναν διαδηλωτή. Στις 16 Νοεμβρίου είχαν γίνει μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα. Είχε πέσει τόσο ξύλο, τόσοι πυροβολισμοί, τόσο κυνηγητό που δεν μπορώ να το ξεχάσω. Το γραφείο του Associated ήταν τότε Ακαδημίας 27. Στην ταράτσα είχα το «χημείο» μου (εννοεί τον σκοτεινό θάλαμο που εμφάνιζε τα φιλμ και τύπωνε τις φωτογραφίες του) και ξαφνικά γύρω στις 9 το βράδυ άκουσα έναν περίεργο θόρυβο. Βγήκα στην ταράτσα και κατάλαβα ότι ήταν ερπύστριες από τανκς. Κατέβηκα στο γραφείο, βρήκα τον διευθυντή μου, τον Φιλ Δόπουλο και του λέω έλα ν’ ακούσεις κάτι δεν πάει καλά. Η αντίδρασή του ήταν : Oh shit man, έφεραν τα τανκς, πάρε τις μηχανές σου και τρέχα.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Εγώ θα τις πάρω τις μηχανές μου αλλά ποιος θα γράψει το στόρι; Του είπα έτσι γιατί αισθανόμουν την ανάγκη να μην πάω μόνος μου. Ήθελα να έχω έναν άνθρωπο μαζί μου. Έτσι πήρα φιλμ, πολλά φιλμ, και μπήκαμε στην κάμπριο πράσινη τζάκουαρ που είχε με αγγλικές πινακίδες. Κατεβαίνοντας την Αμερικής (σήμερα είναι άνοδος αλλά τότε κατέβαινε στην Πανεπιστημίου), πέσαμε πάνω στη φάλαγγα. Δεν κυκλοφορούσε ούτε γάτα. Έπρεπε κάπως να κινηθούμε, δεν γινόταν να είμαστε μόνοι μας δίπλα από τη φάλαγγα. Κι έτσι μπήκαμε μέσα, ανάμεσα στα τανκ. Γίναμε μέλος της φάλαγγας. Φτάνοντας στο Πανεπιστήμιο, ένα περιπολικό μας πλησίασε. Εμείς και οι δύο νέοι και κοντοκουρεμένοι περνούσαμε και για ξένους. Είπα στον διευθυντή μου άσε να το χειριστώ εγώ. Ήταν πολύ επικίνδυνο γιατί τότε η αστυνομία δεν ζήταγε ταυτότητα. Άρχιζαν παναγίες-χριστούς και το περίστροφο στο χέρι. Μας φώναζαν βγείτε από τη φάλαγγα τι στο διάολο κάνετε εδώ. Εγώ τότε ανοίγω το παράθυρο και το έπαιξα κορώνα γράμματα. Ο αστυνομικός μας σημάδευε με το περίστροφο, κατηφόριζε με το περιπολικό δίπλα μας. Και του είπα, βάζοντας το χέρι στο στόμα: σσσσουτ! Είδαν και τις ξένες πινακίδες και το θράσος μου τον ψάρωσε. Σου λέει να απειλείται με το περίστροφο και να μου λέει «σσσουτ, κάποιος είναι… και έτσι έφυγαν και εμείς συνεχίσαμε και μπήκαμε Πατησίων και σταματήσαμε το αυτοκίνητο στο Μινιόν. Κατεβήκαμε, εγώ έβγαλα τις μηχανές μου και πλησιάσαμε στο Πολυτεχνείο. Ήθελα να δουν εκεί ποιος είμαι. Όλος ο χώρος μπροστά και γύρω από το Πολυτεχνείο ήταν γεμάτος ένστολους αστυνομικούς αλλά και από άνδρες της ασφάλειας με πολιτικά. Στρατιώτες πήγαιναν δεξιά-αριστερά. Το πρώτο τανκ με αναμμένους προβολείς πήγε και στήθηκε μπροστά στην πύλη. Τα άλλα ακροβολίστηκαν στην Πατησίων.
Άρχισα να φωτογραφίζω, δειλά και χωρίς φλας. Τότε οι δυνατότητες των φιλμ δεν ήταν μεγάλες. Μαυρόασπρο, 400 ASA, ταχύτητα 125 και πολύ ανοιχτό το διάφραγμα 4,5. Προσπαθούσα να αξιοποιήσω το φως από τις κολώνες του δρόμου και τους προβολείς του τανκ. Τραβούσα οκτώ με δέκα πόζες από το 36αρι φιλμ, το έβγαζα κα τα έδινα στον Φιλ. Ώστε αν μου πάρουν τις μηχανές να είχα κάποιες φωτογραφίες. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Οι σκηνές που είδα εκεί δεν περιγράφονται. Ένας εισαγγελέας με ντουντούκα καλούσε τα παιδιά να βγουν και τους υποσχόταν ότι δεν θα τους πειράξει κανείς. Μια ομάδα από 15 -20 παιδιά πήδηξαν στο δρόμο από τα παράθυρα της οδού Στουρνάρη. Αμέσως οι αστυνομικοί τους στοίχησαν ανά δύο με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και μόλις έστριψαν στην Πατησίων άρχισε το ξύλο. Τότε οι αστυνομικοί δεν κρατούσαν γκλομπ. Είχαν κάτι χοντρά στειλιάρια, κάτι δοκάρια δύο μέτρων. Τους έσπασαν στο ξύλο. Μια σκηνή που δεν την τράβηξα γιατί όλοι με παρακολουθούσαν άλλα εγώ ήθελα να μείνω εκεί, αν σήκωνα μηχανή θα με τραβούσαν στην Μπουμπουλίνας.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Είδα με τα μάτια μου έναν νεαρό να του ανοίγουν το κεφάλι. Αυτός έπεσε στη άσφαλτο. Μια κοπέλα έπεσε από πάνω του να τον προστατέψει. Κι αυτή ειχε την ίδια τύχη. Έμειναν επί τόπου. Αμέσως 4 αστυνομικοί τους σήκωσαν και τους εξαφάνισαν. Το σκηνικό ήταν φυσικά «φωτογραφία» και έκανα να σηκώσω τη μηχανή. Είδα 100 ζευγάρια μάτια να με κοιτάνε. Περίμεναν να δουν αν θα τους φωτογραφίσω την ώρα που έσπαγαν στο ξύλο τα παιδιά. Αστραπιαία έπρπεπε να αποφασίσω. Και είπα όχι. Δεν την κάνω αυτή τη φωτογραφία. Θα μείνω να δω πώς θα εξελιχθεί η ιστορία. Γύρω στις 12 είπα στον Φιλ Δόπουλο, να πάρει τα φιλμ και να φύγει . Εγώ είχα αποφασίσει να μείνω. Ως το τέλος. Οι φοιτητές έβγαιναν στα παράθυρα και ανοίγοντας τα πουκάμισά τους έλεγαν «είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέλφια σας, ελάτε μαζί μας». Άκουγα τον εκφωνητή. Τα τραγούδια μέσα από το Πολυτεχνείο. Καλούσε τον κόσμο να φέρει φάρμακα. Η ώρα πήγε τρεις παρά επτά λεπτά. Τον λοχία που ήταν στον πυργίσκο του τανκ τον έβλεπα και φυσικά τον άκουγα να μιλάει στον ασύρματο όλη αυτή την ώρα. Με το ένα χέρι κρατούσε ένα περίστροφο και με το άλλο τον ασύρματο. Τον άκουγα να λέει «μάλιστα, διατάξτε». Κάποια στιγμή ανάμεσα στα «μάλιστα» βλέπω ότι το τανκ υποχωρεί και ο πυργίσκος γυρίζει προς την άλλη πλευρά της Πατησίων. Έφτασε στο ξενοδοχείο Ακροπόλ. Έκανα το σταυρό μου, και είπα δόξα τω θεώ μάλλον πήρε εντολή να φύγει. Αλλά γελάστηκα. Τότε άρχισε να φουλάρει τις μηχανές και με όση δύναμη είχε έπεσε πάνω στην πύλη του Πολυτεχνείου. Και τα δύο κολωνάκια της πύλης ήταν γεμάτα από παιδιά. Δεν είδα σκοτωμένους αλλά πίσω από την πύλη οι φοιτητές είχαν βάλει μια μερσεντές και υπήρχαν πολλά παιδιά στην πόρτα. Μεταξύ πόρτας και μερσεντές υπήρχαν παιδιά. Πρόλαβαν να φύγουν; Και καλά να φύγουν αυτοί που ήταν στα άκρα, αυτοί που ήταν ακριβώς πίσω από την πόρτα και πίσω τους είχαν τη μερσεντές…
Το τανκ δεν μπήκε με την πρώτη. Έκανε πάλι λίγο πίσω, κατέβασε ταχύτητα και ξανάπεσε με ορμή και παρέσυρε κολωνάκια και την πόρτα και τη μερσεντές γύρω στα δέκα μέτρα μέσα. Την ώρα που το τανκ έμπαινε στο Πολυτεχνείο, τα άλλα τανκ που ήταν στη φάλαγγα ακροβολισμένα στην Πατησίων άρχισαν να κορνάρουν. Ήταν ένα πανδαιμόνιο. Κάποτε ο λοχίας αυτός που ήταν στον πυργίσκο είχε ρωτηθεί πώς κόπηκε το πόδι μας φοιτήτριας; Και είχε απαντήσει ότι …πετάχτηκε ένα σίδερο. Αν είναι δυνατόν. Σίγουρα την είχε πατήσει.

•Κι εγώ όμως σοκαρίστηκα από αυτό που είδα. Έφυγα από τη γωνία που ήμουν και πήγα στη μέση της Πατησιών για να πάρω καλύτερη φωτογραφία. Όλο το τανκ ήταν μέσα, η μπούκα του κοίταζε στην αντίθετη κατεύθυνση

Τράβηξα τρία καρέ. Ορμήσανε κατά πάνω μου δύο αστυνομικοί με τα δοκάρια που σου έλεγα πριν, βρίζοντας. Επειδή ήμουν μποξέρ απέφυγα να μου σπάσουν το κεφάλι και την έφαγα λίγο στην πλάτη κι άρχισα να τρέχω. Είδα τον έναν τραβάει το περίστροφο. Έτρεχα με ζιγκ-ζαγκ προς την οδό Ακαδημίας. Μάλλον δεν με πυροβόλησαν. Οι πυροβολισμοί που έπεφταν ήταν πάρα πολλοί. Μαζί με τις σειρήνες από τα τανκς ήταν μια κόλαση.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Έφτασα στο γραφείο, εμφάνισα και τύπωσα αλλά ήθελα να επιστρέψω να δω τι είχε γίνει.
Ξαναγύρισα στις 6 το πρωί. Είχα στείλει στη Νέα Υόρκη αρκετές φωτογραφίες. Την ώρα που έφτασα δύο πυροσβεστικά καθάριζαν τα αίματα μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου. Μπήκα μέσα και αντίκρισα σκισμένα ρούχα, πουκάμισα, παντελόνια, πεταμένα παπούτσια. Τα πάντα ήταν κατεστραμμένα. Μπήκα και στις αίθουσες. Κι εκεί δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο. Και σίγουρα αυτό δεν το έκαναν οι φοιτητές. Πήρα κι αυτές τις φωτογραφίες και έτσι έκλεισε το κεφάλαιο.

•Θέλω να τονίσω το εξής: Έχουν βγει πολλοί και λένε πολλά για τη βραδιά του Πολυτεχνείου. Εκείνη τη μέρα στο δρόμο υπήρχαν πολλοί συνάδελφοι. Όμως μετά τις 12 τη νύχτα εκεί είδα μόνο τον Βασίλη Καραμανώλη – προς τιμήν του δεν έχει βγει να πει κάτι, όμως θέλω να το πω εγώ! Χαιρετηθήκαμε εξ’ αποστάσεως και μου είπε πάω στην εφημερίδα

Μετά λοιπόν βγαίνουν πολλοί και λένε ότι ήταν εκεί. Κανείς δεν ήταν. Θα σου πω κι ένα ακόμη: Σε κάποιον συνάδελφο του έδωσα μερικές φωτογραφίες γιατί κινδύνευε να απολυθεί που δεν είχε το θέμα. Αυτός λοιπόν έδωσε και συνέντευξη και είπε ότι ήταν εκεί και παρεμπιπτόντως είπε ήταν εκεί κι ο Σαρρηκώστας.
Δε μου αρέσει να κάνω τον έξυπνο και τον πονηρό αλλά δεν ανέχομαι πια να ακούω «ήμουν κι εγώ εκεί». Να κάνεις καλό και να ακούς μετά τέτοια είναι πρόστυχο για μένα! Εγώ ήμουν εκεί! Και όταν ξημέρωσε βγήκε ο Παττακός και είπε ότι δεν έγινε τίποτα στο Πολυτεχνείο. Μέχρι το μεσημέρι όμως κράτησε το ψέμα. Γιατί τότε ήρθαν οι εφημερίδες από το εξωτερικό με το τανκ μέσα στο Πολυτεχνείο. Τότε τα γύρισε και είπε «έπρεπε να κάνουμε την επέμβαση για να τελειώσουμε την ιστορία με τα παλιόπαιδα», έτσι τους αποκάλεσε.

-Δεν σας διέκοψα καθόλου γιατί η αφήγηση σας είναι τόσο δυνατή. Θέλω όμως να ρωτήσω: Εκείνη την ώρα που κάνατε τα τρία κλικ με το άρμα να μπαίνει καταλάβατε ότι «γράφατε ιστορία»;

Εγώ είμαι σε κάθε θέμα για να φωτογραφίσω. Δεν ξέρεις εκείνη την ώρα τι έκταση θα έχει μια φωτογραφία που τραβάς. Ήξερα φυσικά ότι είναι μια μοναδική στιγμή. Ήταν πράξη που χούντα έδειξε το πρόσωπό της.
Ο φωτορεπόρτερ όταν είναι σε ένα περιστατικό πρέπει να φωτογραφίσει. Αυτό έκανα κι εγώ: Το καθήκον μου.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

-Εδώ κολλάει η ερώτηση: Είστε κοράκι, όπως έχουν αποκαλέσει και φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφους ορισμένοι;

Έχουμε δώσει την εντύπωση. Επειδή φωτογραφίζεις ένα πτώμα, επειδή φωτογραφίζεις εικόνες που κάποιος πιο ευαίσθητος δεν θα το έκανε σε χαρακτηρίζουν κοράκι. Δεν πάμε να φάμε τη σάρκα ενός πεθαμένου. Η δουλειά του φωτορεπόρτερ είναι φωτογραφίζει. Η δουλειά του δημοσιογράφου είναι να γράφει. Αν σε κάθε θέμα βάζουμε κάτω τα συναίσθήματα και λέμε : θα αρέσει δε θα αρέσει στον κόσμο… δεν έπρεπε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Έπρεπε να κάνουμε κάτι άλλο. Υπάρχουν φωτογραφίες που δεν πρέπει να τραβηχτούν και να δημοσιευτούν; Έχω ένα παράδειγμα: Παύλος Φύσσας νεκρός από το χέρι του χρυσαυγίτη. Έγινε πολύ κριτική για την δημοσιοποίηση της φωτογραφίας του αλλά πιστεύω η κριτική πήγαινε στο μέσο που δημοσίευσε (αν είχε δημοσιευτεί σε άλλο έντυπο θα τη θεωρούσαμε ένα ντοκουμέντο) Οι φωτογραφίες πρέπει να τραβηχτούν. Το ποιες θα δημοσιευτούν είναι θέμα του αρχισυντάκτη, του εκδότη. Το καθήκον του φωτορεπόρτερ είναι να φωτογραφίζει τα πάντα. Χωρίς εξαιρέσεις.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας φωτορεπόρτερ;

Η πείρα μου λέει ότι πιο σημαντικό είναι να έχει πάντα εν λειτουργία το «καμπανάκι»: Το συναίσθημα, το μάτι,η ακοή, η όσφρηση όλες οι κεραίες του να είναι ανεβασμένες. Δεν πρέπει να επαναπαύεται ούτε δευτερόλεπτο. Γιατί εκείνο το δευτερόλεπτο θα συμβεί κάτι που δεν θα προλάβει να φωτογραφίσει. Πρέπει να είναι ευγενής και τσαμπουκάς εκεί που χρειάζεται. Πρέπει να είναι σωματικά γερός, να μπορεί να τρέξει, να αντέξει – γιατί κουβαλάει αρκετά κιλά στην πλάτη του.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Εγώ επιμένω όμως: Το βασικότερο είναι το «καμπανάκι». Αυτό σου λέει και πότε πρέπει να σταματάς. Να κάνεις πίσω. Αυτό αποκτάται με την πείρα. Άκου μια ιστορία γι’ αυτό το «καμπανάκι». Είναι ένα πολύ λυπηρό γεγονός.
Ήμουν στη Βυρηττό. Γινόταν χαμός. Πολλές δυνάμεις και στις δύο πλευρές. Πολυβόλα RPG, όπλα, τανκς. Καιγόταν το πελεκούδι… Τύρος στο Λίβανο. Κατευθυνόμουν με το αυτοκίνητο προς ένα ύψωμα που ήταν η μάχη. Πίσω μας ήταν θάλασσα. Πολύ κοντά. Παρατήρησα τότε μια τορπιλάκατο ισραηλινή. Εμείς ήμασταν εκτεθειμένοι σε έναν στενό δρόμο. Όσο ανεβαίναμε έβλεπα την τορπιλάκατο να κάνει βόλτες, πέρα δώθε και τους στρατιώτες πάνω της να μας κοιτάζουν με τα κιάλια. Είπα στον οδηγό μου, τον Μοχάμεντ: Stop the car. Σταματήσαμε και βγήκαμε έξω. Έβαλα στη μηχανή το μεγαλύτερο τηλεφακό που είχα για να δω κι εγώ πιο καθαρά αυτούς τους ισραηλινούς που μας κοιτούσαν. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε ένα αυτοκίνητο που μετέφερε μια ομάδα Γάλλων δημοσιογράφων και κόρναραν γιατί για να περάσουν έπρεπε να μεριάσει το δικό μας αυτοκίνητο – ήταν πολύ στενός ο δρόμος . Με ρώτησαν γιατί δεν πάτε απάνω, εκεί είναι το θέμα, οι μάχες. Εγώ τους είπα κοιτάξτε δεν είναι καλή ώρα να προχωρήσουμε και τους έδειξα την τορπιλάκατο επισημαίνοντας ότι πολύ ώρα μας κοιτάζουν. Γέλασαν ειρωνικά για το δικό μου φόβο. Τους λέω δεν είναι αυτό που νομίζετε αλλά δεν είναι καλό να ανέβουμε αυτή τη στιγμή. Ανταλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες ακόμη και μετά ξεκίνησαν να ανεβαίνουν. Δευτερόλεπτα μετά είδα δύο λάμψεις. Πρώτα βλέπεις τη λάμψη και μετά ακούς το θόρυβο από τις οβίδες. Η μία έσκασε μπροστά από το αυτοκίνητό. Η δεύτερη οβίδα πέτυχε το αυτοκίνητο στη μέση. Εμείς με τον Μοχάμεντ με την όπισθεν μπορέσαμε να χωθούμε σε μια στροφή και κάπως να καλυφθούμε. Μας έριξαν κι εμάς αλλά τη γλιτώσαμε. Μετά η τορπιλάκατος έφυγε. Τότε πήγα προς το άλλο αυτοκίνητο. Ήταν όλοι μέσα στα αίματα. Οι δύο από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου ήταν πιο βαριά τραυματισμένοι, ένας φωτορεπόρτερ μπροστά κι ένας δημοσιογράφος στο πίσω κάθισμα. Οι άλλοι ήταν πιο ελαφριά. Μετά έφτασαν αυτοκίνητα με Λιβανέζους. Μας βοήθησαν και τους βάλαμε μέσα σε ένα μικρό βαν. Εγώ μάζεψα μηχανές και ό,τι άλλο εξοπλισμό είχαν, και με το δικό μου αυτοκίνητο τους ακολούθησα μέχρι το νοσοκομείο.
Μπήκα στο χειρουργείο, αλλά με έδιωξαν οι γιατροί. Πήρα τηλέφωνο στα γραφεία του πρακτορείου και τους είπα να ενημερώσουν τη Γαλλική πρεσβεία. Έμεινα εκεί συνέχεια. Ήρθε ο Γάλλος Πρέσβης και του παρέδωσα τις τσάντες με τις μηχανές και ό,τι άλλο είχα μαζέψει. Εκείνος μπήκε στο χειρουργείο και μετά από λίγο βγήκε και μου είπε ότι οι δύο από τους τέσσερις ήταν νεκροί και οι άλλοι παλεύουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να ξέρεις πότε να σταματάς. Λειτούργησε το «καμπανάκι» μου. Είναι μια απόδειξη εμπειρίας.
Μια άλλη φορά στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ είμαι μέσα σε ένα τεθωρακισμένο μεταφοράς προσωπικού και μας έχει πει ο Ιρακινός: Κάτω τα κεφάλια. Εγώ όμως έβγαλα το κεφάλι μου και άρχισα να φωτογραφίζω. Καμένες πετρελαιοπηγές, καταστροφή, δεξαμενές, ήταν σαν να έβλεπες μια πόλη-φάντασμα. Καπνός παντού.
Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα ρούφηγμα, σαν να έφευγε ο αέρας, στο δεξί μου αυτί. (κάνει τον ήχο) Και μια οβίδα έσκασε λίγα μέτρα μακριά. Ήμουν τυχερός, έκανε λάθος σκόπευση ο άλλος πάντως γλίτωσα το κεφάλι μου. Ας πούμε κάτι για το φωτορεπορτάζ σήμερα με τα κινητά που ο καθένας κουβαλάει και εύκολα φωτογραφίζει κάτι. Επίσης η τεχνολογία είναι πιο φτηνή σήμερα κι ο καθένας εύκολα μπορεί να έχει μια μηχανή. Ισχύει στο φωτορεπορτάζ αυτό που λέμε «τα εργαλεία κάνουν το μάστορα» ή το φωτορεπορτάζ χρειάζεται και κάτι παραπάνω; Χρειάζονται και τα δύο. Να σου εξομολογηθώ ότι σήμερα με αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορούσα να δουλέψω. Δηλαδή σε ένα θέμα, να πας να φωτογραφίσεις και να πέσουν δέκα άτομα με ένα κινητό δεν μπορώ να το κάνω. Θα έπρεπε να πλακώνομαι στο ξύλο κάθε μέρα. Δεν το ανέχομαι.

Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

-Στην αρχή του βιβλίου σας περιγράφετε τη Λαχτάρα να πάτε στην Αμερική, μπαρκάρατε, μπήκατε παράνομα και μετά επιστρέψατε για τη θητεία σας και η μητέρα σας σας έστειλε για δουλειά στον φωτογράφο Κλεισθένη. Λέτε ότι του είπατε να της πει ότι δεν κάνετε για τη δουλειά για να επιστρέψετε στην Αμερική. Μέχρι που γεννήθηκε η άλλη Λαχτάρα: η φωτογραφία. Δεν βρέθηκε 40 χρόνια μια τρίτη Λαχτάρα για κάτι άλλο;

Όσο ζει ο άνθρωπος επιθυμεί κάτι καλύτερο. Ο πόθος μου για την Αμερική ήταν μεγάλος. Και είχα δίκιο. Εκεί ήταν άλλη ζωή. Υπήρχε μέλλον. Αν ήσουν δουλευταράς κι ευγενικός, τότε μπορούσες να πας μπροστά. Όταν μπήκε η φωτογραφία στη ζωή μου, δεν το περίμενα. Έγινε ένα «κλικ». Όταν είδα ένα άσπρο χαρτί μέσα σε μια λεκάνη να μετατρέπεται σε μια φωτογραφία, στον σκοτεινό θάλαμο – της Βουγιουκλάκη ήταν η πρώτη που είδα – είπα … να το δω κι αυτό. Στην αρχή είπα για λίγο καιρό, έδινα παρατάσεις στον εαυτό μου για να επιστρέψω στην Αμερική, αλλά τελικά οι παρατάσεις έγιναν μόνιμες. Μην περιμένει όμως κανείς να γίνει πλούσιος από το φωτορεπορτάζ. Μια φορά ο φίλος μου ο Σπύρος Σκιαδόπουλος που έχει το Leica Academy με άκουσε να το λέω στους μαθητές που τους έκανα ένα σεμινάριο και μου έκανε πλάκα: Σαρρηκώστα θα μου κλείσεις το μαγαζί…! Και του λέω συγγνώμη Σπύρο, εγώ πρέπει να λέω την αλήθεια. Περνάγανε λεφτά από τα χέρια μας. Ο Δημήτρης Κουλούρης που φωτογράφισε τη Τζάκι με τον Ωνάση γυμνούς στο Σκορπιό έκανε πολλά λεφτά.

–Τι φοβάστε σήμερα, μακριά από τις οβίδες και τα πεδία των μαχών;

Τίποτα. Δε φοβάμαι τίποτα. Αισθάνομαι ότι έχω περάσει πολλές φορές πολύ κοντά από το θάνατο. Δεν με άγγιξε. Όταν αποφασίσει ο θεριστής να έρθει να με πάρει θα φύγω ευχαριστημένος. Δεν έχω κανένα παράπονο. Δόξα τω θεώ μεγάλωσαν τα παιδιά μας. Είμαι πληρης.

-Και για να κλείσουμε: Πού χρωστάτε ένα μεγάλο ευχαριστώ και που μια μεγάλη συγγνώμη;

Το μεγάλο-μεγάλο ευχαριστώ είναι στη μητέρα μου που έγινε η αιτία να μπλέξω με τη φωτογραφία.
Η μεγάλη-μεγάλη συγγνώμη είναι προς τη γυναίκα μου, η οποία σήκωσε όλο το βάρος και όλη την ευθύνη της οικογένειάς μας. Αυτή μεγάλωσε τα παιδιά. Και τα μεγάλωσε επάξια και έβγαλε πολύ καλούς ανρθώπους. Σ’ αυτήν ζητάω συγγνώμη.