του Γιάννη Καφάτου //

πηγή: viewtag.gr

Είμαστε πολύ τυχεροί που συνυπήρξαμε στον ίδιο χώρο και μιλάγαμε την ίδια γλώσσα με τη Διδώ Σωτηρίου. Τα κείμενά της μετέφεραν πόνο, δύναμη και γνώση μιας κληρονομιάς που διαφορετικά θα είχε χαθεί. Παίρνοντας το βιβλίο της «Ανασκαφές» (Εκδόσεις Κέδρος) στα χέρια σου καταλαβαίνεις από το εξώφυλλο ακόμη ότι πρόκειται για μια σπαρακτική παρακαταθήκη μιας «γιαγιάς» που κάθε μικρό και μεγάλο παιδί θα ήθελε να έχει να το «ορμηνεύει» (λέξη που χρησιμοποιούσε η δική μου γιαγιά) και να το γαλουχεί με το παράδειγμά της.

Λέω «σπαρακτική» γιατί τα γράμματά της δείχνουν έναν κουρασμένο άνθρωπο. Αλλά έναν πνεύμα ζωηρό και επίμονο που δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Ακόμη κι όταν το μυαλό άρχισε να της παίζει πονηρά παιχνίδια.

«Ανασκαφές», το βιβλίο

Στις σκόρπιες σημειώσεις της σπουδαίας αυτής πεζογράφου, την περίοδο 1988 – 1994, που με τόση φροντίδα ομαδοποίησε ο Νίκος Μπελογιάννης, ακόμη και αν τις διαβάσει κάποιος νεότερος που δεν είχε ακόμη τη χαρά να μπει στον κόσμο των βιβλίων της θα νιώσει τη δύναμη ενός ανήσυχου πνεύματος, ενός ευγενικού ανθρώπου, μιας αγωνίστριας.

•Ένα βιβλίο που στις σκοτεινές εποχές που ζούμε, με γέμισε με το αγωνιστικό πνεύμα, μου ζωντάνεψε εικόνες μιας όχι και τόσο μακρινής τελικά εποχής και μου μετέδωσε το κέφι μιας σπουδαίας δημοσιογράφου!

Γιάννης Καφάτος
(Ευχαριστώ τις Εκδόσεις Κέδρος για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού και του προλόγου του βιβλίου)

Διαβάστε τον πρόλογο που έγραψε ο Νίκος Μπελογιάννης:

«Το γράψιμο είναι το οξυγόνο που αναπνέω», έλεγε η Διδώ σε συνεντεύξεις της. Το γράφει και σε ένα σημείο σ’ αυτό το βιβλίο, και όποιος την είχε γνωρίσει από κοντά το διαπίστωνε καθημερινά. Μπορούσε να ξυπνήσει στις δυόμισι τη νύχτα και να πάρει στυλό να γράψει κάποιες σκέψεις. Μπορούσε όμως η έμπνευση να ήταν και για ένα ολόκληρο κεφάλαιο, οπότε καθόταν μέχρι να φτάσει μεσημέρι και τότε έπρεπε να ετοιμάσει το φαγητό. Σημείωνε σε ό,τι υπήρχε πρόχειρο – μπορεί να ήταν κανονικό χαρτί, μπορεί να ήταν και ο φάκελος του λογαριασμού του ΟΤΕ. Καθόλου περίεργο λοιπόν που το αρχείο της είναι από τα μεγαλύτερα, ίσως το μεγαλύτερο, από όσα βρίσκονται στο ΕΛΙΑ.

«Ανασκαφές», το βιβλίο

Για να υπάρχει αρκετός διαθέσιμος χρόνος για γράψιμο, επειδή στην Αθήνα το τηλέφωνο δεν σταματούσε να χτυπάει, τα καλοκαίρια επέλεγε τη λύση ενός νοικιασμένου δωματίου, το οποίο εγκατέλειπε στα τέλη του φθινοπώρου. Από το 1960 μέχρι το 1963 έβρισκε καταφύγιο στην Αίγινα (εκεί δούλεψε τα Ματωμένα χώματα), ενώ το 1965 και το 1966 στον Πόρο (όπου δούλεψε Τα παιδιά του Σπάρτακου και την Εντολή). Το «οξυγόνο» του γραψίματος κόπηκε απότομα στις 21 Απριλίου του ’67, και η Διδώ αναγκάστηκε τις πρώτες μέρες της δικτατορίας να καταστρέψει πολλά γραπτά της, έχοντας ήδη αποκτήσει τεχνογνωσία από την περίοδο του Εμφυλίου. Ευτυχώς, κάποια στιγμή σκέφτηκε να νοικιάσει τραπεζική θυρίδα και εκεί να περισώσει τα χειρόγραφα των Παιδιών του Σπάρτακου και της Εντολής.

«Ανασκαφές», το βιβλίο

•Παρέμενε όμως το θέμα της απομάκρυνσης σε ήσυχο μέρος, χωρίς τις επισκέψεις των ασφαλιτών, ώστε να μπορεί να γράφει. Αποφάσισε τότε να αξιοποιήσει μια «επένδυση» που είχε κάνει το 1966, όταν αγόρασε στη μέση του πουθενά, στην έρημη τότε παραλία των Βασιλικών Ιστιαίας, ένα κτηματάκι ενάμισι στρέμμα αντί δεκατριών χιλιάδων δραχμών.

Η παραλία ονειρεμένη, το κτήμα δίπλα σε ρεματιά με πλατάνια μέσα στα όριά του, ό,τι χρειαζόταν για να πραγματοποιήσει το όνειρο του σταθερού απομονωτηρίου. Το καλοκαίρι του 1969 χτίστηκε το σπιτάκι των δύο δωματίων, πενήντα τεσσάρων τετραγωνικών, με τσιμεντόπλινθους σε βάση από λιθορριπή. Ήδη το φθινόπωρο ξαναέβαλε μπρος το γράψιμο. Στο σπίτι στον Χολαργό πλέον, άρχιζε κάθε χρόνο να γράφει από τα τέλη Οκτωβρίου και αναχωρούσε το Πάσχα κατά Εύβοια μεριά.

«Ανασκαφές», το βιβλίο

Όχι ότι στα Βασιλικά είχε την ησυχία που ήθελε. Κάτι που είχε γίνει αγαπητή στο χωριό, κάτι οι μουσαφιραίοι που κατέφθαναν κατά κύματα από Αθήνα ή αλλού, ήταν συνεχώς αναγκασμένη να κερνάει καφεδάκια και να συζητάει ή να μαγειρεύει για όσους εξ ημών δεν ήξεραν ή απλώς βαριούνταν. Απολάμβανε πάντως το γράψιμο κάτω από τα πλατάνια, έστω και αν το μελτέμι συχνά της έπαιρνε τα χειρόγραφα και εκείνη τα κυνηγούσε είτε μέσα στο ρέμα με τις λυγαριές, τα βάτα και τους όφεις είτε, από την άλλη μεριά, μέσα στο μποστάνι.

«Ανασκαφές», το βιβλίο

Είναι λογικό λοιπόν τα Βασιλικά να εμφανίζονται πολύ συχνά μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, που προέκυψε από τα σημειωματάριά της. Τα τεφτέρια – κατά κανόνα διαφημιστικά επιτραπέζια ημερολόγια – περιέχουν τις σημειώσεις της, τις οποίες σκόπευε κάποια στιγμή να αξιοποιήσει, είναι, δε, γραμμένα σε περίοδο δεκαετιών. Με τον θάνατό της τα εμπιστευθήκαμε στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, όπου έτυχαν εξαιρετικής ταξινόμησης από τη Σοφία Μπόρα. Χάρη σ’ αυτή την ταξινόμηση έγινε εφικτό να αξιοποιηθούν σήμερα.

Αυτό το βιβλίο προέκυψε από σημειώσεις της Διδώς στην περίοδο 1988-1994, τις οποίες σκόπευε κάποτε να επεξεργαστεί, ελπίζοντας πάντα ότι τα γηρατειά δεν θα την πρόδιναν. Ένα πρόβλημα λοιπόν ήταν η διατήρηση της χρονικής σειράς των κειμένων, στον βαθμό του δυνατού. Ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι επρόκειτο, όπως προαναφέραμε, για σημειώσεις, εξαιρετικά δυσανάγνωστες και με συνεχείς παραπομπές. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν διπλο- και τριπλο-γραφές και ήταν αδύνατον να εντοπιστεί η πιο πρόσφατη. Έτσι «συγχωνεύθηκαν», κρατώντας όλα τα νοήματα. Διατηρήθηκαν σε χωριστές ενότητες σκόρπιες μικρές αναξιοποίητες σκέψεις, που πολλές ήταν γραμμένες σε απίθανα σημεία. Οι άλλες ενότητες, με τίτλους βγαλμένους από εμάς, αλλά παρμένους από τα κείμενα, προέκυπταν μέσα από το υλικό:

• Παιδική και νεανική ηλικία. Στο “Οι νεκροί περιμένουν” η Διδώ είχε πολλά στοιχεία από την παιδική της ηλικία, αλλά ποτέ δεν είχαμε γραπτό σε πρώτο πρόσωπο για την οικογένεια, το Αϊδίνι, τη Σμύρνη, τους ανθρώπους και τα πράγματα που έστρεψαν τη ζωή της προς το γράψιμο.

• Ένατη δεκαετία. Μετά τα ογδόντα, είναι λίγο εφιαλτική η λεπτομερής καταγραφή της βαθμιαίας απώλειας του πνεύματος από έναν κατ’ εξοχήν πνευματικό άνθρωπο.

• Μικρά ποιήματα. Η Διδώ ήταν καθαρόαιμη πεζογράφος, γι’ αυτό, ακόμη και όταν ήθελε να εκφραστεί πολύ περιεκτικά με ποίηση, το προϊόν ήταν κάτι μεταξύ πεζού και ποιήματος. Όπως προκύπτει από τις σημειώσεις της, τα έγραφε για να εκφράσει κάποια συναισθήματα της στιγμής και μετά τα άφηνε στην τύχη τους.

Η επιλογή τού, υποχρεωτικά ασπρόμαυρου, φωτογραφικού υλικού έγινε με σκοπό να αναδειχτούν μέρη και εποχές συγγραφής των πιο σημαντικών έργων της.

Κλείνοντας, πρέπει να αποδοθεί εύφημη μνεία στη Μαρία Σπανάκη για τη μέχρι κεραίας άψογη επιμέλεια. Επίσης, να επισημανθεί η εξαιρετική εργασία της Κυριακής Τομτσικιώτη και η συνεργασία στην αρχική ανάγνωση και δακτυλογράφηση των πολύ δυσανάγνωστων κειμένων.

Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί η πρωτοτυπία ότι η Διδώ σαν να ήθελε να μας αφήσει και το εξώφυλλο, αν ποτέ όλα αυτά εκδίδονταν σε βιβλίο. Στο πολύχρωμο πλαστικό εξώφυλλο του ενός από τα σημειωματάρια είχε η ίδια γράψει με στυλό «ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ», κατασκευή που διατηρήσαμε ατόφια στην έκδοση, προσθέτοντας έντυπα μόνο το όνομά της.

Νίκος Μπελογιάννης

Ιούλιος 2018

«Ανασκαφές», το βιβλίο

Βιογραφικό:

H Διδώ Σωτηρίου, το γένος Παππά, γεννήθηκε στο Aϊδίνι της Mικράς Aσίας το 1909. Mε τη Mικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένειά της κατέφυγε στην Aθήνα. Eδώ, η Διδώ τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και συνέχισε με σπουδές γαλλικής φιλολογίας στο Γαλλικό Iνστιτούτο και στη Σορβόνη. Tο 1933 παντρεύτηκε τον φωτισμένο εκπαιδευτικό Πλάτωνα Σωτηρίου.

Aπό τις αρχές της δεκαετίας του 1930 εντάχθηκε στις γραμμές του Aριστερού κινήματος, του οποίου υπήρξε δραστήριο μέλος. Στην Kατοχή έλαβε ενεργό μέρος στην Eθνική Aντίσταση και, στα μετεμφυλιακά χρόνια, βρέθηκε στη δίνη των γεγονότων όταν η αδελφή της, Έλλη Παππά, σύντροφος του Nίκου Mπελογιάννη, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο στην ιστορική δίκη του 1951· δεν έφτασε όμως στο εκτελεστικό απόσπασμα γιατί η κυβέρνηση Πλαστήρα δε θέλησε να εκτελέσει μητέρα βρέφους.

H Δ.Σ. δόθηκε με πάθος στη δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε με τη σειρά καθημερινών άρθρων για τη διεθνή επικαιρότητα, τις ζωντανές ανταποκρίσεις και τα ρεπορτάζ. Συνεργάστηκε αποκλειστικά με έντυπα της Aριστεράς – με τον Pιζοσπάστη ως το 1947 και την Kομμουνιστική Eπιθεώρηση, και από το 1953 με την Aυγή και το περιοδικό Oι δρόμοι της ειρήνης.

Mε τη λογοτεχνία ασχολήθηκε κατ’ αρχάς σποραδικά. Tο πρώτο της μυθιστόρημα, Oι νεκροί περιμένουν, κυκλοφόρησε το 1959, για να ακολουθήσουν τα Mατωμένα χώματα (1962), η Eντολή (1976) και το Kατεδαφιζόμεθα (1982). Έχει γράψει επίσης θεατρικά μονόπρακτα, μελέτες, βιβλία για εφήβους, καθώς και ιστορικά δοκίμια: H Mικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Aνατολική Mεσόγειο (1975) και Tα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου (2009). To 2004 εκδόθηκε σειρά διηγημάτων της με τον τίτλο Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες, το 2011 το μυθιστόρημά της Τα παιδιά του Σπάρτακου, το 2014 η μυθιστορηματική βιογραφία Ηλέκτρα και το 2018 οι Ανασκαφές βιβλίο στο οποίο συγκεντρώνονται ανέκδοτα κείμενά της.

Έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Έχει βραβευτεί με το βραβείο Iπεκτσί (1985), το Kρατικό Eιδικό Bραβείο Λογοτεχνίας (1989), το Bραβείο Aκαδημίας Aθηνών για το σύνολο της προσφοράς της (1990) και τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος (1995).

•Η Διδώ Σωτηρίου έφυγε από τη ζωή το στις 23 Σεπτεμβρίου 2004.