
Κώστας Β. Ζήσης
Με την υπόσχεση ότι στο άμεσο μέλλον θα καταπιαστεί και με τις άλλες δύο τραγωδίες της τριλογίας «Ορέστεια» ο Ούλριχ Ράσε, μας παρουσίασε ήδη στην Επίδαυρο σε παγκόσμια πρεμιέρα, τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, σε μια καθηλωτική παράσταση που είχε όραμα, είχε τέχνη, είχε σπουδή, είχε άποψη.
Ένας κινούμενος τροχός, με έναν μακρόστενο διάδρομο σε πατάρι στον οποίο βρίσκονται τοποθετημένα τα μουσικά (κρουστά στην πλειοψηφία τους) όργανα (η μουσική είναι το κέντρο του σύμπαντος του Ράσε), και το οποίο κινείται εγκάρσια ή σε ανάποδη φορά ή μένει σταθερό, γίνεται το πεδίο δράσης της τραγωδίας, όπου ο Μυθος και η Διάνοια του ποιητή προβάλλουν μέσα από το συμβολισμό της επαναλαμβανόμενης κίνησης και της αέναης και ασταμάτητης ειμαρμένης, Ο άνθρωπος βαδίζει σπαραχτικά, προσπαθεί να ισορροπήσει και να σταθεί όρθιος μέσα από τα δεινά της ζωής, του πολέμου της μάχης. Όλα γεννιούνται, συντελούνται, αναπτύσσονται και πεθαίνουν στο εδώ και τώρα, πάνω σε αυτόν τον συνεχώς κινούμενο δίσκο. Άνθρωπος εγκλωβισμένος σε αυτήν την ατέρμονη περιστροφικότητα, σε ένα απογυμνωμένο περιβάλλον. Παράλληλα τρία πάνελ στο προσκήνιο, δίνουν το φωτεινό διαδοχικό ρυθμό: είναι οι περίφημες φρυκτωρίες της Κλυταιμνήστρας που λάμπουν στο βαθύ πυρακτωμένο κόκκινο, ή στο ψυχρό παγωμένο γαλάζιο της τοξικής φλόγας.
Με σταθερή εμμονή στην δύναμη της χορικότητας και του πανανθρώπινου χαρακτήρα της, οι ρόλοι γεννιούνται μέσα από τον Χορό, σε μια εκφορά λόγου πλήρως εναρμονισμένης και συγχρονισμένης με την μουσική και την κίνηση, όλα ιδανικά αλληλένδετα, όλα ιδανικά συνταιριασμένα στη δημιουργία ενός ανελέητου τοπίου σώματικής αρμονίας. Οι υποκριτές παραδίδουν σώμα και ψυχή στη μουσικότητα και στο μέτρο, δεν απευθύνονται ποτέ ο ένας στον άλλον, σπάνια αγγίζονται. Η απεύθυνση γίνεται αποκλειστικά στο κοινό, στο σύμπαν, πετυχαίνοντας μια καινοφανή πανανθρώπινη ποιητική αφηγηματική γραμμή χωρίς να αισθανθούμε στιγμή ότι υποβιβάζεται η διαλογικότητα και η θεατρικότητα της τραγωδίας. Τα φώτα εξακοντίζονται από τα σπλάχνα της κινούμενης ορχήστρας, σκιαγραφούν τα σωθικά και τα μύχια του τυραννικά βαδίζοντα Ανθρώπου για να «σκάσουν» στο φινάλε σαν ριπές στον Επιδαύρειο έναστρο ουρανό.Το αποτέλεσμα είναι μια αιχμηρή συμφωνία φωνητικής απόδοσης, μουσικής αρμονίας και σωματικής πλαστικότητας, ένα χάρμα αισθήσεων και συγκίνησης.
Οι υποκριτές σε μια εξοντωτική διαδικασία, κινούνται στα όρια της ανθρώπινης αντοχής συνεπείς σε αυτήν την συμβολοποιημένη Σισύφεια σκηνική δοκιμασία και τον εγκλωβισμό των ηρώων, μοιράζονται επί τρία τους ρόλους του αγγελιαφόρου και της Κασσάνδρας, αλληλοεπιδρώντας με το μηχανικό περιβάλλον του Ράσε και αναδεικνύοντας την έξοχη τεχνική τους κατάρτιση, τη σωματική τους ευρωστία και την καλλιέργεια του ταλέντου τους, όλα αναπτυσσόμενα σε μια γενικότερη και ιδιαίτερη φιλοσοφική διάσταση και ομοιογένεια. Ο λόγος απαγγέλεται, τραγουδιέται, ανακαλώντας την αρεχετυπική μορφή παραστασώμενης τραγωδίας, οι λέξεις καρφώνονται θαρρείς, δημιουργώντας ένα αφηγηματικό μωσαϊκό που λάμπει.
Μια τραχιά, ανέκφραστη, κυνική και πανούργα Κλυταιμνήστρα, η οποία τόσο εύστοχα, βρίσκεται πανταχού παρούσα στη σκηνή, κρυφοκοιτάει, κρυφακούει, παραμονεύει, για να σέρνει γυμνή, ως τρόπαιο και ως τιμωρία ταυτόχονα, τα γυμνά σώματα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας. Λίγο αργότερα θα συναντηθεί με τον επίσης γυμνό Αίγισθο, και οι δύο με αιμάτινα πυροκόκκινα χρώματα, οι δύο εραστές που γέννησαν αίμα και είναι πλέον έκθετοι στα κρίματά τους, και διαδοχικά και ανέπαφα θα απολογηθούν για να αποσπάσουν δικαίωση.
Ο Ούρλιχ Ράσε, μέσα σε αυτό το «μηχανικό», γεωμετρικό σύμπαν του, έφερε στο κέντρο της Επιδαύρειας ορχήστρας την κοσμοαντίληψη και το Δέος του «Αγαμέμνονα», πατώντας στο τραγικό σχήμα του Αισχύλου: οι τραγικές ειρωνίες και οι προοικονομίες που κυριαρχούν στο έργο, τα ψυχολογικά κάδρα των ηρώων έτσι όπως συμπιέζονται από την έλλογη κυνικότητα, η πρόσληψη της πραγματικότητας, ο ατομικός βίος σαν μέρος της κοινωνικής ολότητας και οι συνέπειες της διολίσθησης στην ύβρη, η αλληλεπιδρόμενη αντίληψη πως αν ο Άνθρωπος καθορίζεται από Μοίρα και Θεό τότε είναι αυτός ο ίδιος που με τις επιλογές του, τους επιβεβαιώνει. Το σημαντικότερο είναι ότι ανέδειξε εύγλωττα την Δαιμονικότητα της τραγωδίας, που αποτελεί την απαρχή της τριλογίας του Αισχύλου, όπου καταγράφονται οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του (ο Άνθρωπος θα απαλλαγεί από την «Δαιμονοληψία» του, οριστικά και καθοριστικά στο τρίτο μέρος της Ορέστειας στις Ευμενίδες , όπου η Δικαιοσύνη θεσπίζεται και παύει το σχήμα Δίκη(=Βία) στη Δίκη). Και το μεγάλο παράδοξο της «δαιμονικής « αυτής παράστασης, είναι ότι δεν αποποιήθηκε ούτε λεπτό το βάρος της «κλασικής» ανάγνωσης μέσα σε αυτό το καινοφανές σκηνικό περιβάλλον και υποκριτική τοποθέτηση, χαρίζοντας μας μια μοναδική θεατρική εμπειρία και μια παγκόσμια πρεμιέρα αντάξια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, διδάσκοντας την φυσική εξέλιξη του αρχαίου δράματος στο σήμερα.
Υγ. Πολλοί θα αναγνωρίσαμε ομοιότητες στη φόρμα με αυτήν που εφαρμόζει ο Σάββας Στρούμπος και η Ομάδα του Σημείο Μηδέν. Δεν υπαινίσσομαι βεβαίως τίποτα, όμως ίσως αυτή η παράσταση του Όύλριχ Ράσε, να είναι η απαρχή να ρίξουν φορείς και θεσμοί μια πιο προσεχτική ματιά, σε ομάδες που διαθέτουν μια γενικότερη φιλοσοφική θεώρηση που εκφράζεται σκηνικά και που έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει με θεαματικό και ουσιαστικό τρόπο τη θεατρική πραγματικότητα της χώρας.
Σκηνοθεσία – Σκηνικά Ulrich Rasche
Μετάφραση – Διασκευή Walter Jens (Πνευματικά δικαιώματα Theater-Verlag Desch GmbH)
Μουσική σύνθεση – Μουσική διεύθυνση Nico van Wersch
Κοστούμια Romy Springsguth
Διεύθυνση Χορού Jürgen Lehmann
Φωτισμοί Gerrit Jurda
Δραματουργία Michael Billenkamp
Βοηθοί σκηνοθέτη David Moser, Nils Hampe
Βοηθός στη μουσική Jonathan Emilian Heck
Βοηθός σκηνογράφου Lisa Käppler
Βοηθός ενδυματολόγου Natascha Dick
Διεύθυνση σκηνής Emilia Holzer
Υποβολέας Anna Dormbach
Τεχνική διεύθυνση Andreas Grundhoff
Επιθεώρηση σκηνής Ralph Walter
Τεχνική διεύθυνση σκηνής Maximilian Gassner
Φροντιστές Daniel Michael Jaumann, Benjamin Bob Knabe, Tobias Leitenstern, Jakob Sebastian Lukacin, Florian Manfred Mikschl, Luisa Hendrike Struckmeyer
Τεχνικοί φωτισμού Goran Budimir, Thomas Keller, Susanne Koch
Ήχος Nikolaus Knabl, Alexander Zahel
Γκαρνταρόμπα Veronika Kiechle, Stephanie Poell, Jörg Upmann
Μακιγιάζ Lena Kostka, Isabella Krämer
Σκηνικά αντικείμενα Anna Wiesler
Οδηγός Frank Dyrbusch
Παίζουν Liliane Amuat (Κασσάνδρα, Χορός), Anna Bardavelidze (Κασσάνδρα, Χορός), Pia Händler (Κλυταιμνήστρα), Thomas Lettow (Αγαμέμνων, Χορός), Niklas Mitteregger (Αγγελιοφόρος, Χορός), Max Rothbart (Αγγελιοφόρος, Χορός), Lukas Rüppel (Αίγισθος), Noah Saavedra (Αγγελιοφόρος, Χορός), Myriam Schröder (Κασσάνδρα, Χορός), Moritz Treuenfels (Μενέλαος, Χορός)
Συμπαραγωγή Residenztheater – Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
Με την υποστήριξη του Federal Foreign Office
Στο πλαίσιο του εορτασμού των 70 χρόνων του Goethe-Institut Athen.
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Άλκηστη» του Ευριπίδη από τον Johan Simons στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Μήδεια» του Μποστ σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού από το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημητρη Καραντζά στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αίας» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη από το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας που παίχτηκε το 2021 στο Θέατρο Βράχων και θα παιχτεί το 2022 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου









