Κώστας Β. Ζήσης

Το αρχαιότερο σωζόμενο έργο του Ευριπίδη (438 π.Χ.), παραμένει ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα της φιλολογικής και θεατρικής ακαδημίας: το ερώτημα εάν είναι τραγωδία ή κωμωδία, και γιατί επιλέχτηκε να «διδαχθεί» ως τέταρτο στις ομαδοποιημένες «τετραλογίες» στη θέση σατυρικού δράματος (αν και είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι τέτοιο), μοιάζει να ωχριά στο αμφίσημο τέλος του, όπου το ερώτημα αν το σώμα που επέστρεψε ο Ηρακλής από τον Άδη στοv Άδμητο είναι η ίδια η Άλκηστη, εμπεριέχει την ψυχή της, ή είναι όντως ένα ανδρείκελο, κάποια άλλη, ένα ακόμη «πουκάμισο αδειανό», με όλους τους συμβολισμούς και τις αναγωγές του .

Πέρα από τις φιλολογικές αναζητήσεις, η «Άλκηστη» του Ευριπίδη παρουσιάζει μια μοναδική πρωτιά στη σύγχρονη αναβίωσή της στην Ελλάδα, με την οποία ένοιωσα ότι η παράσταση του Johan Simons στην Επίδαυρο του 2022, συνδέεται διαβολικά (ή αγγελικά αν θέλετε). Η πρώτη αναβίωση του έργου έγινε το 1901 από τη Νέα Σκηνή-Θέατρο Βαριετέ  σε  μετάφραση και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Ο περίεργος, καμπούρης και με θητεία για χρόνια στην Βιέννη, τύπος που περιδιάβαινε την Αγίου Κωνσταντίνου, αποφασίζει ένα ρηξικέλευθο βήμα, ανεβάζοντας την «Άλκηστη» και συστήνοντας με αυτήν στην Ελλάδα το δόγμα του «Συνολικού Έργου Τέχνης». Δόγμα για το οποίο ο γερμανός συνθέτης  Richard Wagner μίλησε το 1849, χρησιμοποιώντας τον όρο  Gesamtkunstwerk που είχε  ήδη εισαχθεί το 1827 από τον φιλόσοφο K.F.E. Trahndorff.  Βασισμένος στην Αριστοτέλεια τοποθέτηση στην Ποιητική,  ότι η τραγωδία αποτελεί το ύψιστο ανθρώπινο έργο τέχνης και ότι αποτελεί μια σύνθεση τεχνών, όπου όλες οι τέχνες μαζί δρουν αυτόνομα και ενιαία, διατύπωσε την άποψη για την όπερα  ότι πρέπει να ξεφύγει από την στατικότητα της και να εργαλειοποιήσει τέχνες όπως η ποίηση, ο χορός, η μουσική σε μια ενότητα ακριβώς όπως οι τραγωδίες. Στην παράσταση του ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, με όχημα την μετάφρασή του στη δημοτική (πράγμα άκρως επαναστατικό σε μια περίοδο που μαίνονταν οι μάχες δημοτικιστών-υπερασπιστών της καθαρεύουσας, δύο χρόνια πριν τα Ορεστειακά), χρησιμοποιεί πολλαπλές τέχνες,  και σύμφωνα με την κριτική της εποχής, σκηνογραφία και σκηνικά αντικείμενα (αμφορείς, φέρετρα κλπ) ήταν εξαιρετικά δείγματα αγγειοπλαστικής και ζωγραφικής στα πρότυπα των αυθεντικών αρχαίων, η κίνηση των ηθοποιών παρέπεμπε απευθείας στην πλαστικότητα των αρχαϊκών αγαλμάτων, το σκηνικό (παλάτι του Άδμητου) πιστό αντίγραφο μυκηναϊκού ανακτόρου κλπ. Τα κοστούμια ήταν ανάλογα της προσωπικότητας και της τάξης των ηρώων, υποδηλώνοντας τους χαρακτήρες, ενώ  ήχοι και οσμές (λιβάνι και σμύρνα), υπέβαλλαν το κοινό στην μέθεξη των δρώμενων.

Ο Johan Simons, πιθανότατα αγνοεί τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και την πρωτοποριακή και πρωτοσημαινόμενη στα νεοελληνικά χρόνια «Άλκηστή» του. Σίγουρα, όμως είναι οπαδός του «Συνολικού Έργου Τέχνης», αφού καταφέρνει και διασταυρώνει στη σκηνή ετερόκλητα και ετερογενή έργα τέχνης, σε μια χρηστική διαδικασία ενοποίησης τους. Τρανά δείγματα, η μετάφραση της ποιήτριας Αν Κάρσον, η αυτονόμηση θαρρείς των χορικών και του χορού όπου σπάνια στάθηκε στην ορχήστρα με τη χρήση των χορικών από την όπερα «Άλκηστη» του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, η χρήση του «παράδοξου» στην ελληνική κουλτούρα μας, εκκλησιαστικού οργάνου. Δεν είμαι σίγουρος, ότι κατάφερε εντέλει την ομογενοποίηση τους, για την ανάδειξη ενός συνολικού αποτελέσματος που να κατοχυρώνει την εύστοχη (αλλά δυστυχώς όχι ξεκάθαρα σκηνικά δοσμένη) ιδεολογική τοποθέτησή του απέναντι στο έργο.  Είναι αμφίβολο, αν μπόρεσαν να δέσουν και να επικοινωνήσουν, έστω και ως αντιθετικές δυνάμεις σύνθεσης, η αισθητική ορατόριου με την οποία έντυσε τα χορικά, με την pop-κουλτούρα περασμένων δεκαετιών και το γλυκανάλατο γερμανικό σλάγκερ. Ή οι θαυμάσιες ερμηνείες ακριβείας των χαρακτήρων από τους πολύ καλούς ηθοποιούς, μέσα στα έμφυλα pop κοστούμια τους. Ή, ακόμα, η εξαιρετική σύλληψη των νομάδων, με τα τροσχόσπιτα, τα αντίσκηνα, τις πλαστικές καρέκλες , τη νεκροφόρα κλπ ως σχόλιο για το εφήμερο και το φευγαλέο  της ζωής μας και πως όλοι για λίγο είμαστε εδώ και σύντομα όλοι αναχωρούμε, με τις οπτικοποιημένες γιγαντιαίες προβολές σε ορχήστρα και σε όλο το δάσος, των στίχων του έργου. Και υπήρχαν στιγμές, που νοιώσαμε στ’ αλήθεια άβολα, όπως αυτή που ακούσαμε τη Βίκυ Λέανδρος (προφανώς ως μια ανέμπνευστη στιγμή γερμανικής φιλοφρόνησης στο ελληνικό κοινό), ή αυτή που έσπασε από ατύχημα μια πλαστική καρέκλα.

Αντίθετα, ξεπερνώντας αυτά τα επιμέρους εξωτερικά στοιχεία της παράστασης που έμοιαζαν σαν μια διαρκή σκηνική προβοκάτσια (μήπως το έργο το ίδιο όμως δεν είναι μια προβοκάτσια από μόνο του, θέτοντας το προβοκατόρικο ερώτημα ποιος δέχεται να πεθάνει και μάλιστα στη θέση κάποιου άλλου;), δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι ο Ολλανδός σκηνοθέτης, «διάβασε» σωστά  όλη αυτή τη χλευαστική και συνάμα τραγική παρωδία του πανούργου Ευριπίδη. Με ένα παραπάνω βάρος στη σχέση έρωτα και θανάτου, έπαιξε ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, με ηθοποιούς άξιους να ισορροπήσουν στη δυσκολία του εγχειρήματος, οι οποίοι έδωσαν μέσα σε αυτήν την απαλλαγμένη από προγονολατρεία συνθήκη στους χαρακτήρες υπόσταση και οντότητα. Αν, τελικά, η σκευή της παράστασης ήταν διαφορετική,  ίσως να μην ενοχλούσε το κοινό το οποίο αποχωρούσε είτε διακριτικά ή σε μια περίπτωση δηλωτικά φωνάζοντας «αίσχος».

Η παράσταση θα μπορούσε να είναι θέμα και βάση για αυτόν το γενικότερο προβληματισμό, γύρω από το τι έργα θα πρέπει να παίζονται στην Επίδαυρο, και για να χρησιμοποιήσω μια φράση της πολύτιμης Ελένης Βαροπούλου, στην πρόσφατη σχετική συζήτηση που διοργάνωσε το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, «ας έχουμε εμπιστοσύνη στο ίδιο το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Ό,τι δεν ανέχεται, το αποβάλλει»

  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Μήδεια» του Μποστ σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού από το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημητρη Καραντζά στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αγαμέμνων» του Αισχύλου  σε σκηνοθεσία Ούλριχ Ράσε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αίας» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη από το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου  από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας που παίχτηκε το 2021 στο Θέατρο Βράχων και θα παιχτεί το 2022 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου