Κώστας Β. Ζήσης
Ποια ήταν η αφορμή να γράψει ο Μποστ τη «Μήδεια» του; Μα βεβαίως η ίδια η Επίδαυρος και ο θεσμός του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Έχοντας ήδη περάσει δια πυρός και σιδήρου στα προηγούμενα έργα του (Δον Κιχώτης, Φαύστα, Μαρία Πενταγιώτισσα, κ.α. και σε πολλά επιθεωρησιακά νούμερα), τη μικροαστική τάξη που ανελίχθηκε μεταπολεμικά, την ανορθόγραφη πολιτική ζωή του τόπου, την παθογένεια και την υποκρισία της κοινωνίας, αποφάσισε το 1993 να μιλήσει για τον καθοριστικό ρόλο της τέχνης σε όλα αυτά, με την αποδόμηση ενός κλασικού έργου από αυτά που κατά κόρον αναπαριστώνται στον θεσμό-κολοφώνα του Πολιτισμού στην Ελλάδα. Η «Μήδεια» του αποτελεί μια εν δυνάμει βόμβα, στα θεμέλια μιας τέχνης που εκχωρείται στην επιτηδευμένη προσποίηση και στον σοβαροφανή μιμητισμό, παραδομένη σε έναν στείρο αυτιστικό ακαδημαϊσμό, ξεκομμένη από το λαϊκό αίσθημα, μακριά από τις λαϊκές ανάγκες, και στην υπηρεσία επιβολής ενός κατασκευασμένου μεταπολεμικού ψευτοπατριωτικού αφηγήματος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γι’ αυτό και η σάτιρά του, είναι στο βάθος της τραγική και μελαγχολική.
Προκάλεσε έκπληξη αν όχι και αντιδράσεις, η επιλογή του Εθνικού Θεάτρου, να ανεβάσει στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και στο Φεστιβάλ Αθηνών, ένα έργο που καυτηριάζει ακριβώς τόσο τον θεσμό, όσο και τη χρήση του ίδιου του Θεάτρου. Προφανώς και για τους λόγους που αναφέρθηκαν πριν, ίσως και ο ίδιος ο συγγραφέας να αντιμετώπιζε το θέμα με σκεπτικισμό αν ζούσε. Η αλήθεια είναι ότι και άλλοι λόγοι, υπογράμμιζαν τις όποιες ενστάσεις: ότι το έργο δεν είναι γραμμένο για την Επίδαυρο, αλλά για ιταλική σκηνή, ότι τα νεοελληνικά έργα είναι αδύνατον να σταθούν στην Ορχήστρα της Επιδαύρου, κ.λ.π.
Ο Γιάννης Καλαβριανός, ανέλαβε αυτό το «δύσκολο» ανέβασμα, γνωρίζοντας καλά εξαρχής, όλα τα εμπόδια, και τους κρυμμένους υφάλους και έχοντας πιθανότατα στο πίσω μέρος του μυαλού του και τις όποιες αντιδράσεις. Να φέρει στα μέτρα του Μποστικού έργου το Αρχαίο Θέατρο ήταν πρακτικά αδύνατο, οπότε υποχρεωτικά κινήθηκε στην άμεση προσαρμογή του Μποστ, στα μέτρα και τα σταθμά των παραδοσιακών έργων που ανεβαίνουν στο Θέατρο, επεμβαίνοντας καταλυτικά στη δομή και τη σύσταση του έργου. Τοποθέτησε Χορό στην ορχήστρα, έγραψε χορικά, και παρουσίασε (ή τουλάχιστον προσέγγισε) μια Αριστοφανικού τύπου κωμωδία έχοντας κατά νου την αγωνία να μην προδοθεί η όλη προσπάθεια και να ανταποκρίνεται όσο μπορεί η παράσταση στους κώδικες και δρόμους του αρχαίου δράματος. Η παράσταση δεν ήταν πια η εμπνευσμένη λαϊκή φάρσα του δαιμόνιου συγγραφέα, αλλά ένα νέο έργο, θαρρείς του Αριστοφάνη με όψη που ακουμπούσε ξώφαλτσα τον Μολιέρο, καίρια και σωστά επικαιροποιημένο (δραματουργική επεξεργασία Γιάννης Καλαβριανός και Έρι Κύργια), με σύγχρονες ανάσες και ρυθμούς. Και παρόλο που δεν είχε δυνατά, σκηνοθετικά ευρήματα, άφησε ελεύθερη τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο του γλωσσοπλάστη Μποστ να μιλήσουν μέσα στην αργκό, την μιμητική χρήση καθαρεύουσας και αρχαίας ελληνικής, τις ασυνταξίες και τους σολοϊκισμούς, τις παρηχήσεις, τα παιχνίδια των ομόηχων λέξεων, τα γραμματικά λάθη, όλα αυτά όπου υπήρξαν και το βασικό σημείο ζεύξης χώρου και έργου. Στο φινάλε, με ένα νέο χορικό, προσπάθησε να ανακεφαλαιώσει (καλύτερα μάλλον να κεφαλοποιήσει) τη σύγχρονη επικαιρότητα μέσα στο έργο, μιλώντας για μια πολιτική πραγματικότητα που δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου από την εποχή που γράφτηκε το έργο, μέσα από τη γλώσσα της επιθεώρησης, σε μια δυνατή και «φωνασκών» (όπως θα έλεγε ο ίδιος ο συγγραφέας) χορογραφημένη σκηνή. Αυτό το κράμα των ειδών, των σχολών και των τάσεων που ομογενοποίησε στην ορχήστρα ο Γιάννης Καλαβριανός, παρόλο που ανέδειξε μιαν αμηχανία ως προς την ταυτότητα της παράστασης, και παρόλο που σε στιγμές νοιώσαμε μία τροχοπέδη αυτό-συγκράτησης να εμποδίζει την απογείωσή της, κατάφερε εντέλει (και αυτό είναι σημαντικό) να επικοινωνήσει με το Κοίλον, και ο κόσμος να ανταποκριθεί, σε αυτό το «κλείσιμο ματιού».
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, ηθοποιός με εύρος, αξιώσεις και δυνατότητες, ερμήνευσε τη Μήδεια με την ελαφρότητα της απενοχοποιημένης ερμηνείας, με άνεση στην ειρωνεία και σκηνική «απαξίωση» και ανωτερότητα. Ο Οιδίποδας του Θανάση Δήμου, αποδείχθηκε μάλλον βαρύς για τον μποστικό ήρωα, παρόλο που είχε δίπλα του την Αντιγόνη-Άνδρη Θεοδότου να τον κεντρίζει με τη σταθερή ενέργεια που προσδίδει στους ρόλους της. Ο Στέλιος Ιακωβίδης, απολαυστικός στον ρόλο του Ευριπίδη, η Σύρμω Κεκέ ως καλόγρια Πολυξένη με καθαρότητα και λεπτότητα, ο Θανάσης Ισιδώρου ως ψαράς σε απόλυτη σύμπνοια και ταύτιση αισθητικά και ερμηνευτικά, με κάποιες ενστάσεις στην απόδοση του Ιάσονα ως «ψευτόμαγκα» από τον Σταύρο Σβήγκο, ο Γιώργος Σαββίδης ευκίνητος Δίας-Καλόγερος, με επιβλητικό ανάστημα και «ξερό» σατιρικο λόγο η τροφός του Γιώργου Γλάστρα. Απόλυτα ταυτισμένες με το ύφος της παράστασης η κορυφαία Μαρία Κοσκινά και η Εξάγγελος Φανή Παναγιωτίδου με απευθείας αναφορά στη γνωστή σκιτσογραφημένη ηρωίδα του Μποστ, Ρακένδυτη Ελλάς. Όλες οι ερμηνείες (και αυτό είναι σημαντικό στη δομική ετερότητα της παράστασης) ορίζονται από την γκροτέσκο υποκριτική τοπόθετηση.
Ο χορός, αν και στο περισσότερο μέρος σιωπηλός, επαναλαμβάνοντας μόνο λέξεις/ατάκες των ηρώων, τόσο χρήσιμος στην μεταλλαγμένη αυτή Επιδαύρεια εκδοχή του έργου, τραγουδώντας εν είδη χορικών στην αλλαγή των «επεισοδίων» και αποτελούμενος από τις Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη και Νιόβη Χαραλάμπους, ήταν καλοκουρδισμένος και εξαιρετικά μελωδικός, δημιουργώντας ή ενισχύοντας ένα κλίμα ευφορίας, μέσα από τα ετερόκλητα τραγούδια και την πολυποίκιλη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, η οποία σε πολλά σημεία «ακουμπούσε» πάνω σε γνωστές μελωδίες και μοτίβα. Όλα ζωντανά παιγμένα από τους Παρασκευά Κίτσο (κοντραμπάσο), Θοδωρή Οικονόμου (πιάνο, μουσική διεύθυνση), Δημήτρη Χουντή (σοπράνο σαξόφωνο), Μαρία Χριστίνα Harper (άρπα).
Μεγαλείο και φθορά ενώθηκαν στα ολόχρυσα συντρίμμια, που δημιούργησε για σκηνικό η Εύα Μανιδάκη, και που εμπνευσμένα και ολόσωστα τοποθέτησε λοξά στην ορχήστρα, μεταφέροντας «στραβά» το κέντρο της. Με συμβολισμούς/αναφορές σε ιδιότητες και χαρακτηριστικά για τους ήρωες και φανταχτερά πολύχρωμα και πολύσχημα εμπριμέ για τον Χορό (ίσως με αναφορά στην εξωτική μποστική Νήσο των Αζορών;), τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα ομολογουμένως δεν βοήθησαν την παράσταση, υπερφορτώνοντας την και δημιουργώντας άνιση πληθωρική όψη. Με ρυθμολογία και θεατρικότητα οι χορογραφίες της Μαρίάννας Καβαλιεράτου, με αντιθέσεις και διαχωρισμούς τα φώτα του Νίκου Βλασσόπουλου.
Ο Μποστ είχε πει ότι στην «Μήδεια» του, «πρέπει κανείς να μειδιά, και όχι να χαχανίζει» Στην Επίδαυρο του 2022, το κοινό δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το κοινό γέλασε. Και ίσως εκεί, σε αυτό το αποτέλεσμα να κρύβονται μαζί και όλες οι ενστάσεις ταυτόχρονα με τη σκηνοθετική δικαίωση.
Πρόγραμμα Περιοδείας
03/08 21:00 Υπαίθριο Θέατρο Αττικού Άλσους
04/08 21:00 Υπαίθριο Θέατρο Αττικού Άλσους
26/08 21:00 Κηποθέατρο Παπάγου
29/08 21:00 Θέατρο Δάσους
07/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
08/09 21:00Σ ΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
09/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
10/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
11/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
16/09 21:00 Θέατρο Βράχων “Μελίνα Μερκούρη”
18/09 21:00 Δημοτικό θέατρο Ηλιούπολης “Δημήτρης Κιντής”
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Άλκηστη» του Ευριπίδη από τον Johan Simons στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημητρη Καραντζά στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αγαμέμνων» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Ούλριχ Ράσε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αίας» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη από το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
- Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας που παίχτηκε το 2021 στο Θέατρο Βράχων και θα παιχτεί το 2022 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου