Κώστας Β. Ζήσης

Βρισκόμαστε στο 408 π.Χ. και ο Ευριπίδης διδάσκει τον «Ορέστη», το τελευταίο του έργο πριν εγκαταλείψει την Αθήνα στον παρακμιακό κατήφορό της για να εγκατασταθεί στη Μακεδονία. Ο νεωτεριστής Ευριπίδης, μέσα από τη διαφορετική αντιμετώπιση του μύθου του Ορέστη, βρίσκει έδαφος όχι μόνο να διαχωρίσει τον ποιητικόν εαυτόν του από τους προηγούμενους τραγικούς αλλά και να ξεδιπλώσει τον πολιτικό Ευριπίδη σχολιάζοντας τα αποχαλινωμένα ήθη της Αθήνας της εποχής του και καταδεικνύοντας τη διάβρωση και παράδοση του Δήμου στη δημαγωγία.

Έτσι και εδώ, το τραγικό στοιχείο είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως και προβάλλεται μέσα από άλλους ετερόδοξους δρόμους. Θα λέγαμε ότι το τραγικό στοιχείο αποκτά μια φθίνουσα πορεία χρονολογικά μέσα στην τραγωδία. Η Ύβρις έχει ήδη συμβεί από προηγούμενα, ο Ορέστης έχει ήδη καταληφθεί από την Άτη και τις Ερινύες και η Δίκη πλανάται στον αέρα αλλά δεν καθορίζει ούτε τα γεγονότα, ούτε την εξέλιξη, ούτε και τις συμπεριφορές των ηρώων. Πλεκτάνες και εκδικητικότητα, συμβαίνουν για την κατάστρωση και σχεδιασμό εγκλημάτων που θα ακολουθήσουν. Το τραγικό δίνει τη θέση του αργά, μεθοδικά και αποτελεσματικά στην περιπετειώδη πλοκή, αυτή που θα κάνει τους σχολιαστές του Ευριπίδη να μιλάνε για ένα θρίλερ της εποχής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα πρόσωπα της τραγωδίας ξεθωριάζουν την τραγικότητά τους. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, την αποποιούνται. Αποτινάσσονται από τα παιχνίδια της Μοίρας και δρουν ορμώμενα από την ψυχοσύνθεση και το ήθος τους. Οι ατομικές ενέργειές τους δεν είναι αποτέλεσμα Μοίρας, δε δημιουργούν Μοίρα για το κοινωνικό σύνολο. Η «τραγωδία της μοίρας» εξελίσσεται πια σε «τραγωδία της ψυχολογίας».

Ο Γιάννης Κακλέας, γνωστός για την ικανότητά του να πλάθει από σκηνής εικόνες και κάδρα, βρήκε τα κλειδιά να «ξεκλειδώσει» αυτήν την τραγωδία μέσα από τον ίδιο το συγγραφέα και τις θεολογικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του και με εργαλείο την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Αν η τραγωδία εκφράζεται από ανθρώπους και εκφράζει ανθρώπους, τότε το ζητούμενο είναι ο Άνθρωπος και η Θέωσή του. Δημιούργησε δύο μεγάλους κόσμους ο Γιάννης Κακλέας στην Ορχήστρα της Επιδαύρου. Ο ένας – εκπροσωπούμενος απόν Χορό – εικονοκρατούμενος, σύγχρονος, με απευθείας αναφορές σε Χολυγουντιανά μιούζικαλ και ο άλλος, οι πρωταγωνιστές ήρωες και οι συνομιλητές τους σε μια πιο κλασική σκηνική αποτύπωση. Οι διαφορές των δύο κόσμων δεν είναι μόνο οπτικές: αφορούν τη γενικότερη διαχείρισή τους, από τα κοστούμια και τα σκηνικά έως την ερμηνευτική τοποθέτηση και φόρμα των υποκριτών. Αυτό, είναι η αλήθεια, δημιουργεί μια σύγχυση στο κοινό στην προσπάθεια να βρει τους δρόμους που εξηγούν τη σκηνοθετική πρόθεση και τα σταυροδρόμια όπου Χορός και ήρωες μπορούν να συναντηθούν. Στη δύναμη της εικόνας επένδυσε και σε άλλα σημεία ο σκηνοθέτης: το στήσιμο του τραπεζιού της σφαγής, η χρήση του σπαθιού της εκδίκησης, η οπτικοποίηση της αφήγησης του Φρύγα για τα τεκταινόμενα στο παλάτι, το ταχυδακτυλουργικό τρικ της ανάληψης της Ελένης ή τη σκηνική αποτύπωση κλασικών καμβάδων όπως η σκηνή Ορέστη-Ελένης στον θρόνο.

Ο Άρης Σερβετάλης επενδύει στην πλαστικότητα του σώματός του και στη σχεδόν μαγική ικανότητά του να διαχειρίζεται τα σωματικά και εκφραστικά του μέσα με πλήρη άνεση. Υπάρχει ένας σαφής και απόλυτα δικαιολογημένος και αρμονικός διαχωρισμός στην ερμηνευτική διάσταση του Ορέστη. Παράκρουση και μυαλό σε αντάρα στο πρώτο μέρος (μην ξεχνάμε ότι ο Ορέστης παλεύει με τις τύψεις/Ερινύες χάριν ενοχών και αμαρτημάτων άλλων προσώπων), εκδικητικότητα και ορμή στο δεύτερο. Χέρια και σώμα σε εκκρεμότητα στο πρώτο μέρος, σαν να τον κινεί κάποιος αόρατος παίχτης Θεάτρου Σκιών (η Μοίρα) με ένα νοητό ραβδί (σούστα λέγεται στον κόσμο του Θεάτρου Σκιών) και να του «δανείζει» σώμα, φωνή, κίνηση. Χέρια ψηλά στον αέρα, θριαμβευτικά και ελεύθερα όταν με την ατομική βούληση αποτινάσσει πια τη σούστα και πιάνει το σπαθί. Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο πλευρές του, ή ένταξη του ήρωά του στη δική του κοσμοθεωρία και στάση ζωής. Ερμηνεύει τον Ορέστη ανακαλώντας στο μυαλό του κοινού τον «Χριστό Πάσχων». Από την επίκληση στον Αγαμέμνονα, έως την πρόταση των καρπών του για ψηλάφισμα των «τύπων των ήλων». Ερμηνεία, απόλυτα ενταγμένη στη σκηνοθετική θεώρηση περί Θέωσης του Ανθρώπου.

Η Μαίρη Μηνά, με λόγο λεπτό, προτείνει μια Ηλέκτρα περισσότερο λυρική. Έχει εκφραστική δύναμη και απέδειξε σκηνικό εκτόπισμα στη «δύσκολη» Επιδαύρεια ορχήστρα. Ο Αιμιλιανός Σταματάκης ερμηνεύει τον Πυλάδη, τον μοναδικό ήρωα του έργου, που δεν υποκρύπτει φαυλότητα στον χαρακτήρα του, ακόμα και στην πρότασή του να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους και να εκδικηθούν. Γιατί ακόμα και αυτή βασίζεται στην αγνή και άδολη φιλία που τον δένει με τα αδέλφια. Στέκεται με ευθύτητα σε αυτήν την αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση του ρόλου του. Η κομβική σκηνή όπου και οι τρεις, ο φυσικός αυτουργός της μητροκτονίας, η ηθική αυτουργός και ο συνεργός αποφασίζουν να αλλάξουν στάση, να αλλάξουν τη στάση του Ανθρώπου δηλαδή απέναντι στους Θεούς και τη Μοίρα, είναι από τις κορυφαίες στιγμές της παράστασης, ένα δώρο της θεατρικής πράξης στον Άνθρωπο ανά την υφήλιο.

Η αλήθεια είναι ότι αρχικά η επιλογή του Πάνου Βλάχου ξένισε για τον ρόλο του Μενέλαου. Όμως, εντάχθηκε απόλυτα στο ιδεολογικό πλαίσιο της παράστασης, σε έναν ρόλο που βρέθηκε πιο κοντά από όλους σε εμφάνιση και τοποθέτηση με τον Χορό, αναδεικνύοντας τη μικρότητα, τον καιροσκοπισμό και τη δειλία του παραδομένου στη στην επιφανειακή δύναμη της εικόνας του.

Ο Γιώργος Ψυχογιός ερμηνεύει τον Τυνδάρεων και είναι αυτός που εντυπωσιάζει ερμηνευτικά με τη μεστότητα και την ωριμότητά του. Η ερμηνεία του έχει μέτρο, έχει ισορροπία, έχει σωστή διαχείριση συναισθημάτων και λογικής, έχει απόλυτη γνώση του χρωματισμού και της έμφασης των λέξεων, σε έναν ήρωα που αν και φαντάζει ψυχρός υπολογιστής, φέρει ωστόσο ένα ήθος και μια απόλυτη συνέπεια λόγου και έργου (καταγγέλλει την κόρη του για τον φόνο του Αγαμέμνονα, αλλά απορρίπτει τη δολοφονία της και περιφρονεί την Ελένη). Ο Γιώργος Ψυχογιός είναι ο ορισμός του Τυνδάρεω.

Η πολύ όμορφη Νικολέτα Κοτσαηλίδου ερμηνεύει την Ελένη, σε μια απόδοση του ρόλου που σηκώνει συζήτηση, μιας και ο σκηνοθέτης ανέδειξε τη γοητευτική πλευρά της Ελένης σε βάρος της ελαφρότητας και του «κούφιου» του χαρακτήρα της.

Μια καθαρή, κρυστάλλινη ερμηνεία από τον Ζερόμ Καλουτά (Jérôme Kaluta) στον ρόλο του αιχμάλωτου και δούλου Φρύγα, συνεπέστατες και με πλήρη επάρκεια η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη στον ρόλο του Αγγελιαφόρου και η Άλκηστις Ζιρώ στον ρόλο της εύθραυστης και άβουλης Ερμιόνης.

Ο Χορός, αποτελούμενος από τις Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Άλκηστις Ζιρώ, Νίκη Λάμη, Ιωάννα Λέκκα, Δανάη Μουτσοπούλου, Ματίνα Περγιουδάκη, Ελίζα Σκολίδη, Αναστασία Στυλιανίδη και Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, παρά την εμφανή διαφορετικότητά του αποτέλεσε το όργανο για την οπτικοποίηση τόσο των αφηγηματικών μερών της τραγωδίας όσο και των διαλογικών. Η κίνησή τους, διδάχτηκε από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, τον Άρη Σερβετάλη, σε μια εμφανή προσπάθεια να συναντηθεί ο ίδιος ερμηνευτικά με τον Χορό, ωστόσο αυτό λειτούργησε περισσότερο σε βάρος της παράστασης. Η ερμηνεία του Απόλλωνα, του από μηχανής Θεού, ο οποίος δίνει και τη λύση, όταν η κατάσταση τείνει να ξεφύγει και να προσκρούσει σε ηθικό αδιέξοδο, από το σύνολο του Χορού, αποτελεί ένα θαυμάσιο σχόλιο του σκηνοθέτη τόσο πάνω στην αντίληψη του ποιητή για τη σχέση ανθρώπου και Θεού, όσο και για την ίδια τη Θέωση του ανθρώπου που εξυπηρέτησε στο έπακρο η σκηνοθετική πρόσληψή της.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια, δημιουργίες του ίδιου του σκηνοθέτη σε σύμπραξη με την Ηλένια Δουλαδίρη, ενισχύουν αυτό το διττό αντίθετο σύμπαν που δημιούργησε ο Γιάννης Κακλέας με το παλάτι – αστικό σαλόνι με καναπέδες, αμπαζούρ και βιβλιοθήκη στο πίσω μέρος από την Ορχήστρα και τον χωμάτινο βάλτο με τους θάμνους και τις λάσπες σε όλη την έκτασή της (η μυρωδιά της χωμάτινης υγρασίας που αναδύεται σκαρφαλώνει στις κερκίδες του θεάτρου) διαμορφώνοντας με σαφήνεια και αρχιτεκτονική δομή αυτή την αντίθεση.

Διακριτική και σε χαμηλούς τόνους η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, διαμορφώνει και ενισχύει την αγωνιώδη πλοκή, πολύχρωμοι και πολυσήμαντοι οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου.

Ο Γιάννης Κακλέας επένδυσε στην δύναμη της εικόνας, παρουσίασε μια οπτική της τραγωδίας με σύγχρονους κώδικες θεάματος χωρίς όμως να αφήσει να κυλήσουν τα στοιχεία της παράστασης στον βούρκο της ευκολίας. Είναι εμφανές ότι προτίμησε να βασανιστεί στην προσπάθεια της μίξης και συνάντησης των δύο κόσμων που δημιούργησε, από το να αποδώσει μια ακόμα χιλιοειπωμένη αναβίωση της τραγωδίας. Τόλμη; Σίγουρα. Αλλά, σάμπως το θέατρο από μόνο του δεν είναι τόλμη και ρίσκο;

Η παράσταση «Ορέστης» του Ευριπίδη από τον Γιάννη Κακλέα παίχτηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 16,17 και 18 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνων και Επιδαύρου. Ακολουθούν οι ημερομηνίες της  περιοδείας ανά την Ελλάδα

  • 23 Αυγούστου: Λάρισα – Κηποθέατρο Αλκαζάρ
  • 24 Αυγούστου: Βόλος – Ανοιχτό Δημοτικό Θέατρο Νέας Ιωνίας
  • 25 Αυγούστου: Θεσσαλονίκη – Θέατρο Δάσους
  • 26 Αυγούστου: Θεσσαλονίκη – Θέατρο Δάσους
  • 27 Αυγούστου: Θεσσαλονίκη – Θέατρο Δάσους
  • 29 Αυγούστου: Ελευσίνα – Παλαιό Ελαιουργείο
  • 30 Αυγούστου: Αχαρνές – Θέατρο Μ. Θεοδωράκης