Κώστας Β. Ζήσης

«Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της» είναι τα λόγια του Αλέκου Αλεξανδράκη, σκηνοθέτη της ταινίας «Συνοικία το όνειρο» που πετσοκομμένη και μόνο σε περιορισμένο αριθμό αιθουσών στην Αθήνα, παρουσιάστηκε το 1961 (για την υπόλοιπη Ελλάδα είχε απαγορευτεί η προβολή της), ενώ το σενάριο της το έκαψαν μαζί με τις κομμένες σκηνές.  Ο Κώστας Κοτζιάς και ο Τάσος Λειβαδίτης γράφουν για την φτωχογειτονιά με τις τσίγκινες παράγκες, τα σπίτια χωρίς νερό  με την μία και μοναδική τουαλέτα για όλη τη συνοικία, και την εξαθλιωμένη στην φτώχεια και τη μιζέρια ζωή των κατοίκων της, που καταφεύγουν στις μικροαπατεωνιές για την επιβίωση.

Μια Ελλάδα, παραδομένη στους πρώην συνεργάτες των ναζί και στους δοσίλογους, με το ακροδεξιό παρακράτος να δρα απροκάλυπτα ως κράτος (λίγα χρόνια μετά θα ακολουθήσει η δολοφονία Λαμπράκη), με την οικοδόμηση από την επικρατούσα ιδεολογία μιας νέας κοινωνίας ανισοτήτων και αποκλεισμών, με χιλιάδες ανθρώπους να βιώνουν στο πετσί τους διώξεις, φυλακές, εξορίες. Αυτό είναι το οδυνηρό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της πληγωμένης και προδομένης Ελλάδας που έδωσε την έμπνευση και την ώθηση για να γυριστεί μια ταινία μοναδική, στο δρόμο του ιταλικού νεορεαλισμού, η οποία πραγματεύεται με τρόπο αιχμηρό πώς η εργατική τάξη, «της γης οι κολασμένοι» και κάτω από ποιες διαδικασίες λουμπενοποιείται και περιθωριοποιείται, χωρίς καν να έχει άλλη επιλογή για την επιβίωση.

Ο καλόκαρδος αποφυλακισμένος μικροκομπιναδόρος Ρίκος με το όνειρο της μεγάλης ζωής, η αγαπημένη του Στεφανία που παραδίδεται εύκολα στα πλουσιόπαιδα για να ξεφύγει από τη μιζέρια, τραγουδώντας σε ένα ειρωνικό σχόλιο ευδαιμονίας το σουξέ του πλασαρισμένου προτύπου της εποχής Αλίκης Βουγιουκλάκη, ο «Νεκροφόρας»  και η οικογένειά του που στενάζει από τη φτώχεια και την ανεργία, το παντρεμένο ζευγάρι που προσπαθεί να χτίσει τη ζωή του με όνειρο ένα σπίτι στην κορυφή του Φιλοπάππου, να «αναπνεύσει αέρα», είναι τα πρόσωπα της ταινίας που σε καμία περίπτωση δεν είναι εξιδανικευμένοι κινηματογραφικοί ήρωες, αλλά ρεαλιστικοί υπαρκτοί χαρακτήρες της καθημερινότητας της εποχής. Η συμμετοχή του Μίκη Θεοδωράκη στην μουσική και του Γρηγόρη Μπιθικώτση στο αριστούργημα «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και η μαζική αυθόρμητη σύμπραξη του λαϊκόκοσμου στην γειτονιά του Ασύρματου, εξυψώνει την ταινία σε κορυφαία στιγμή του ελληνικού πολιτισμού, μια πρωτοφανής, γνήσια και άμεση συνάντηση  του λαϊκού στοιχείου με την τέχνη.

Θα ήταν πολύ επιεικής η αποστροφή ότι η απόδοση στη σύγχρονη θεατρική μορφή του έργου, απέτυχε. Είναι τόσα και τέτοια τα στοιχεία που συνθέτουν την παράσταση που παρουσίασε ο Σωτήρης Χατζάκης στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο,  που με οδηγεί να μιλώ για μια συνειδητή ισοπεδωτική διαστρέβλωση του ύφους και  του πνεύματος των δημιουργών της ταινίας  σε ό,τι αφορά το ιδεολογικό πλαίσιο αφενός και για μια πρόχειρη, άσχετη και αδαή , στα όρια της «αρπαχτής» σκηνική καταγραφή της αφετέρου.

Δεν μπορεί να επιλέγεις να ανεβάσεις μια παράσταση βασισμένη σε ένα έργο-πολιτική πράξη, που αναφέρεται ευθύβολα και χωρίς φιοριτούρες και συμβολισμούς στην εργατική τάξη όταν αδυνατείς να ψελλίσεις έστω την λέξη «εργατιά», πόσο μάλλον να μπορέσεις να αναδείξεις και να εκπροσωπήσεις τους πόθους, τους φόβους, τους καημούς, τις αλήθειες της  ακόμα και τα πάθη της και τα λάθη της.  Αυτή η αποπροσανατολιστική επιδίωξη, αναπόφευκτα οδηγεί σε προκατασκευασμένες ευκολίες, συγγραφής νέων μονόλογων για τους ήρωες, οι οποίοι σε πρώτο επίπεδο τους αφαιρούν κάθε στοιχείο λαϊκότητας και αυθεντικότητας καταλήγοντας εν τέλει στην γελοιοποίησή τους. Βερμπαλισμοί, μεγαλοσχήμονες προτάσεις, στομφώδη ύφη, κούφια λόγια, κομπορρημοσύνες, ένας θρασύς ψευτοακαδημαϊσμός που μετατρέπεται σε «σουσουδισμό»  δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να εκφράσουν τους καημούς και τα βάσανα αυτών των ανθρώπων, αντίθετα τους αποτυπώνουν ως καρικατούρες και τους καθυβρίζουν με αναίδεια και θράσος. Εμβόλιμα αποσπάσματα από τη Βίβλο, εύκολη επίκληση και χειραγώγηση του θρησκευτικού αισθήματος με θεολογικές φανφάρες έρχονται  και ολοκληρώνουν το καρέ της πλήρους ιδεολογικής απομάκρυνσης από την ταινία και των δημιουργών της, μέσα σε ένα πνευματικό αχταρμά τύπου «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάξει….» Ό,τι δεν κατάφερε να κάνει η Φρειδερίκη στην ταινία, επιχείρησε να το ολοκληρώσει ξεδιάντροπα ο Σωτήρης Χατζάκης εξήντα χρόνια μετά.

Το ανοσιούργημα ολοκληρώνεται με την προχειρότητα της ανύπαρκτης σκηνικής προσέγγισης και αποτύπωσης που βρίσκεται ξεκάθαρα μέσα σε πλαίσιο σχολικής παράστασης η οποία έχει ανέβει χωρίς καν σκηνοθέτη.  Σε ένα πολύ κακό, πρόχειρο και μπουλουκτζίδικης, φτηνής αισθητικής σκηνικό  από την Έρση Δρίνη, ο Σωτήρης Χατζάκης  δεν έχει μπει καν στον κόπο να ακολουθήσει το ίδιο το κείμενο (το οποίο πχ μιλάει για «λίρες κάτω από το στρώμα του κρεβατιού», για να τις εμφανίσει αργότερα σε πολυθρόνα). Θα μπορούσα να παραθέσω κατάλογο ολόκληρο με τις σκηνικές «γκάφες»  – όπως πχ η εφημερίδα που «ξεφορτώνεται» μέσα σε παράθυρο ξένου σπιτιού, ο αδικαιολόγητος και χωρίς καμιά δραματουργική αξία ήχος από ρολόι καμπαναριού, τις ασύνδετες, ξεκάρφωτες σκηνές που ξεπετιούνται παραβατικά, τους εγκάθετους μονολόγους, τους άσκοπους μελοδραματισμούς, τα εκτός κλίματος και αισθητικής δημοτικά τραγούδια και μοιρολόγια ή ακόμα και την κατ’όνομα μόνο χορογραφία που θέλει τον τυφλό να χορεύει σόλο χασαποσέρβικο και τους ηθοποιούς να μετέχουν σε μια παράτα κρατώντας ρεσώ ποτηράκια μπαίνοντας στη σκηνή από τη μια είσοδο και βγαίνοντας από την άλλη! … ούτε σε σχολικές επιδείξεις δημοτικού σχολείου! Τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, η ζωντανή μουσική με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη – ακόμα και αυτά ατυχώς επιλεγμένα – ποιος βγαινει άραγε να σκουπίσει το δρόμο τραγουδώντας «Χάθηκα μέσα στους δρόμους», μόνο ως τρολάρισμα συμβαίνει, και η συμμετοχή του Ζαχαρία Καρούνη όχι μόνο δε σώζουν την παράσταση, αλλά αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο αυτήν την σχιζοφρενή διάσταση λόγου και εικόνας  της.

Δυστυχώς, όλοι οι ηθοποιοί βρίσκονται εκτεθειμένοι μέσα  σε αυτήν την κατάσταση, και γι’ αυτό το λόγο δεν πρόκειται να αναφερθώ στις ερμηνείες τους, κατανοώντας απόλυτα τόσο την επαγγελματική όσο και την ανθρώπινη αδυναμία τους, να ανταποκριθούν σε τέτοιου είδους σκηνοθετικά κελεύσματα. Υπάρχουν στιγμές που και οι ίδιοι δεν «πιστεύουν» σε όσα τους επιβάλλονται να πουν και να πράξουν επί σκηνής.

Ο Σωτήρης Χατζάκης επιχείρησε με θράσος, αναίδεια και πνευματική ένδεια να παραποιήσει, να διαστρεβλώσει  και  να γελοιοποιήσει με  την ισοπεδωτική τακτική του «απ’όλα έχει το πανέρι» τη ζωή και τους αγώνες για την επιβίωση των απόκληρων μιας κοινωνίας και να μετατρέψει το καρδιοχτύπι τους σε εθνικιστικό ντελίριο πατριδοκαπηλίας και χριστιανικής ορθότητας. Η ταινία, παρ’ όλες τις πολιτικές διώξεις της, έχει καταξιωθεί και έχει πάρει τη θέση της στην συλλογική μνήμη ενός ολόκληρου λαού. Η παράσταση του Σωτήρη Χατζάκη γρήγορα θα ξεχαστεί όπως της πρέπει. Ίσως κάποιοι από εμάς να θυμόμαστε μετά από χρόνια, ότι δύο άνθρωποι επιχείρησαν μάταια να καθυβρίσουν και να λιθοβολήσουν  το έργο των Λειβαδίτη, Κοτζιά, Αλεξανδράκη, Γεωργούλη και Θεοδωράκη. Η βασίλισσα Φρειδερική το 1961 και ο Σωτήρης Χατζάκης  το 2021.

υγ Δεν γνωρίζω ποιοι είναι οι κάτοχοι των πνευματικών δικαιωμάτων της ταινίας μιας και ο Αλέκος Αλεξανδράκης με την Αλίκη Γεωργούλη τα πούλησαν λόγω χρεωκοπίας τους. Τους θεωρώ όμως συνυπεύθυνους για το αποτέλεσμα της παράστασης που απαμακρύνθηκε απροκάλυπτα από τους σκοπούς και το πνεύμα των συντελεστών της.