Να χορεύεις σαν να μην υπάρχει αύριο – Ένα από τα πιο περίεργα, αλλά και πιο συναρπαστικά και λυτρωτικά πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι, σχεδόν σε οποιονδήποτε πολιτισμό, είναι να μαζεύονται σε ομάδες, να κατακλύζονται από τους ρυθμικούς ήχους κρουστών, φλάουτων, εγχόρδων, να τραγουδούν και να κινούν τα χέρια και τα πόδια τους με περίπλοκους και φρενήρεις τρόπους, χάνοντας τον εαυτό τους στην παραφορά ενός χορού.

Ο χορός είναι μια από τις πιο ουσιαστικές, τις πιο ωφέλιμες δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουμε. Ακόμα και ο εσωστρεφής Νίτσε δήλωσε ότι «θα πίστευε μόνο σε έναν Θεό που θα μπορούσε να χορέψει».

Ο χορός είναι ταυτόχρονα μια δραστηριότητα που πολλοί από εμάς, και ίσως μάλιστα όσοι τον χρειαζόμαστε περισσότερο, έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε με δέος και βαθιά μέσα μας να φοβόμαστε.

Στεκόμαστε στην άκρη της πίστας τρομοκρατημένοι από την πιθανότητα να μας καλέσουν να συμμετάσχουμε, προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες τη στιγμή που αρχίζει η μουσική.

Το θέμα εδώ σίγουρα δεν είναι να μάθουμε να χορεύουμε σαν επαγγελματίες, αλλά να θυμόμαστε ότι το να χορεύουμε είναι κάτι που ίσως θέλουμε να κάνουμε και κάτι που ήδη ξέρουμε καλά πώς να κάνουμε.

Σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς στην ανθρώπινη ιστορία, ο χορός προσεγγίζεται ως μια μορφή σωματικής άσκησης με άμεσο αντίκτυπο στην ψυχική κατάσταση.

Ο χορός δεν έχει να κάνει με το να χορεύεις καλά, να είσαι νέος ή να διαθέτεις στυλ. Η κύρια ιδιότητά του είναι ότι μας επιτρέπει να υπερβούμε την ατομικότητά μας και μας παρακινεί να γίνουμε μέρος ενός μεγαλύτερου, πιο φιλόξενου και πιο λυτρωτικού συνόλου.

Οι Αρχαίοι Έλληνες που καλλιεργούσαν τη λογική σκέψη και που είχαν τον Απόλλωνα ως σύμβολο της ψυχρής λογικής και της πειθαρχημένης σοφίας, αναγνώριζαν ταυτόχρονα ότι μια ζωή αφιερωμένη μόνο στη γαλήνη του μυαλού θα μπορούσε να διατρέχει σοβαρό κίνδυνο ανίας και μοναξιάς.

Προσπαθούσαν λοιπόν να διατηρούν την ισορροπία με τακτικές γιορτές προς τιμήν ενός εντελώς διαφορετικού θεού, του Διόνυσου, που έπινε κρασί, ξενυχτούσε, αγαπούσε το γλέντι – και χόρευε.

Στις γιορτές του Διόνυσου, που γίνονταν στην Αθήνα τον Μάρτιο κάθε χρόνο, ακόμη και τα πιο συντηρητικά μέλη της κοινότητας συμμετείχαν σε ξέφρενους χορούς, συνοδεία γενναιόδωρων ποσοτήτων κόκκινου κρασιού, που κρατούσαν μέχρι το πρωί.

Μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τέτοιους χορούς είναι «εκστατικός». Υποδηλώνει μια κατάσταση στην οποία «στεκόμαστε χωριστά» συμβολικά από τον εαυτό μας, διαχωρισμένοι από την εγωκεντρική μας ταυτότητα και επανασυνδεόμαστε με κάτι αρχέγονο και ουσιώδες: την κοινή ανθρώπινη φύση μας. Η εμπειρία ενός εκστατικού χορού μάς υπενθυμίζει πώς είναι να ανήκουμε, να είμαστε μέρος, σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς, την ανθρωπότητα.

Αυτή η φιλοδοξία δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς στη σύγχρονη εποχή– έχει ανατεθεί, ωστόσο, σε πολύ συγκεκριμένους και θλιβερά επιλεκτικούς πρεσβευτές: την εμπορευματοποίηση της μουσικής και της διασκέδασης.

Οι συνθήκες αυτές επιτάσσουν το να είμαστε κουλ, να φοράμε συγκεκριμένα ρούχα, να μας αρέσει το λάιφ στάιλ που προτείνεται. Οι τάσεις όμως αυτές ενθαρρύνουν περισσότερο την απομόνωση και τη μοναξιά και απομακρύνονται από την αυθεντική σχέση που αναπτύσσει αυθόρμητα ο άνθρωπος με τον χορό. Ο άνθρωπος κυριεύεται από σκέψεις και φόβους, όπως του ότι θα φαίνεται «σαν χαζός» όταν χορεύει.

Ξοδεύουμε μεγάλο μέρος του χρόνου παρέα με τον φόβο. Θα μπορούσαμε να απαλλάξουμε τους εαυτούς μας από τέτοιες αναστολές και να αποδεχτούμε την αλήθεια μας που ενέχει αυτούσια την ευαλωτότητά μας και την πολύτιμη ευθραυστότητά μας.

Σε κάθε ντροπιαστική στιγμή της ζωής μας, σε κάθε ανοησία μας, σε κάθε αδεξιότητά μας, σε κάθε αποτυχία μας να γοητεύσουμε ή να κερδίσουμε την ομορφιά, τη δύναμη, την αρμονία ή την επιτυχία τότε είναι που ενωνόμαστε αυθεντικά και αμετάκλητα με όλα τα ανθρώπινα όντα.

Μπορούμε να γίνουμε αδέξιοι ανά πάσα ώρα και στιγμή. Είναι μέσα στις ανθρώπινές μας δυνατότητες. Ο χορός μάς παρέχει μια πρωταρχική ευκαιρία στην οποία αυτή η βασική αδεξιότητα μπορεί να επιδειχθεί δημόσια και να γιορταστεί από κοινού. Σε μια πίστα γεμάτη με παρόμοια αδέξιους, μπορούμε επιτέλους να χαρούμε την κοινή μας κατάσταση. Μπορούμε να απορρίψουμε τη συστολή και την επιφυλακτικότητα και να αγκαλιάσουμε τον αλλόκοτο εαυτό μας.

Μια ώρα ξέφρενου χορού είναι ικανή να κλονίσει αποφασιστικά κάθε πίστη στην κανονικότητα ή τη σοβαρότητά μας. Δεν θα είμαστε πλέον σε θέση να εκφοβίσουμε τους άλλους, να τους πείσουμε για την ανωτερότητά μας, να τους ταπεινώσουμε για τα λάθη τους ή να επικαλεστούμε προβλήματα. Δεν θα ανησυχούμε πλέον για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι ούτε θα μετανιώνουμε για εκείνες τις φορές που σταθήκαμε εμείς υπεροπτικά μπροστά στις αδυναμίες τους.

Γνωρίζοντας ότι έχουμε τον Νίτσε στο πλευρό μας, ας διεκδικήσουμε ξανά τον εκστατικό χορό και ας αφήσουμε την εμπειρία αυτή να μας καθησυχάσει και ενώσει εκ νέου με την αυθεντική εκδοχή ενός κόσμου που έχουμε σχεδόν ξεχάσει.