Στην πρόβα | «Τούνδρα» στο Rabbithole: δεν είναι μεσιτικό γραφείο, είναι ο τρόπος να βλέπεις τη ζωή. Όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο του Γιώργου Σίμωνα. Δάνεια, στεγαστικές πολιτικές, νεοπλουτισμός, τουρισμός, χρυσές βίζες. Κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που καλούνται «οικογένεια» ως το καπιταλιστικό αφήγημα της συναίνεσης και της εργασιακής υποτέλειας. Η αντιπαλότητα και ο ανταγωνισμός που καλλιεργείται στους εργαζομένους σε αντίποδα της αλληλεγγύης και της αλληλοϋποστήριξης.

Ένα κτηματομεσιτικό γραφείο που αλλάζει τόπο άσκησης των δραστηριοτήτων του. Ο διευθυντής, ο Μπομπ νεκρός στο πάτωμα. Ένα κομμένο χέρι πάνω στο γραφείο. Και τρεις υπάλληλοι να βγαίνουν έξω από τη κουρδισμένη ζωή τους, προσπαθώντας να κοιτάξουν το μέλλον τους μέσα από την αδηφάγα ζωή τους, που ενώ δεν υπήρξε ποτέ δική τους, έμαθαν να λειτουργούν μόνο με αυτή.

Είναι η «Τούνδρα» το έργο που έγραψε ο Γιώργος Σίμωνας και σκηνοθετεί ο Γιώργος Τζαβάρας στο Rabbithole, σε μια παραγωγή της ομάδας Nostalgia, πρόβα του οποίου παρακολούθησα παραμονές της πρεμιέρας που έγινε χτες στο θέατρο της οδού Γερμανικού στο Μεταξουργείο. Στη σκηνή ο ίδιος ο συγγραφέας Γιώργος Σίμωνας, μαζί με την Ματίνα Περγιουδάκη και την Αναστασία Στυλιανίδη.

Μια σκηνή, που η λέξη ανατρεπτική την περιγράφει στην κυριολεκτική μορφή που της έχει δώσει η Τώνια Ράλλη, μιας και όλα είναι αναποδογυρισμένα, το πάνω βρίσκεται κάτω και ανάποδα. Είναι η πρώτη αιχμηρή εντύπωση της παράστασης μαζί με τα παράδοξα ανάποδα κοστούμια της Χριστίνας Σωτηροπούλου. Αργότερα θα ακολουθήσει μια καταιγιστικού ρυθμού παράσταση όπου το παράλογο εισδύει στο λογικό για να το καταπατήσει θριαμβευτικά, ακριβώς με τον τρόπο που συμβαίνει στις ημέρες μας. Μαύρο χιούμορ, κωμικές καταστάσεις, πικρές αλήθειες, μετωπικές συγκρούσεις, εσωτερικές ταλαντεύσεις  συνθέτουν τον κόσμο της εξαρτημένης εργασίας μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η άμετρη τουριστική ανάπτυξη έχει ποδοπατήσει ηθικές και κοινωνικές αξίες, ο εργασιακός αριβισμός έχει γίνει το μέτρο της ευημερίας, το «σπίτι» ως χώρος καταφυγής και στέγη προστασίας του κοινωνικού πυρήνα τελεί πλέον υπό διωγμό.

«Ήθελα να τιτλοφορήσω το έργο «Τεχεράνη» όταν συνέλαβα την ιδέα να το γράψω» θα μου πει ο Γιώργος Σίμωνας, «ως τοπικιστική αναφορά στην Ανατολή. Αργότερα, όταν έγραφα το έργο, με αυτό το ίσιωμα που προκαλεί η πλοκή του, μου ήρθε στο νου η Τούνδρα, στην οποία συμβαίνει αυτό ακριβώς που συμβαίνει στο έργο: μια τεράστια παγωμένη έκταση η οποία δεν επιτρέπει τη ζωή να αναπτυχθεί πέρα από ένα ορισμένο και πολύ  χαμηλό όριο. Μόνο βρύα και λειχήνες…»

Όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο του Γιώργου Σίμωνα. Δάνεια, στεγαστικές πολιτικές, νεοπλουτισμός, τουρισμός, χρυσές βίζες. Η φύση που μετατρέπεται σε εχθρό και απειλή. Κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που καλούνται «οικογένεια» ως το καπιταλιστικό αφήγημα της συναίνεσης και της εργασιακής υποτέλειας. Η αντιπαλότητα και ο ανταγωνισμός που καλλιεργείται στους εργαζομένους σε αντίποδα της αλληλεγγύης και της αλληλοϋποστήριξης. Το «διαίρει και βασίλευε» της εργοδοσίας, η δημιουργία κοινωνικού αυτοματισμού και το στρέψιμο ενός εργαζόμενου ενάντια στον άλλο. Η φτωχοποίηση , οι καπιταλιστικές αυταπάτες, το όνειρο της προσωπικής ευημερίας. Ακόμα και η new age ψυχολογία, που υπαγορεύει στον σύγχρονο άνθρωπο να αγκαλιάσει, να εξοικειωθεί με τον φόβο του. Μπορεί να χάσεις το σπίτι σου, αλλά αγκάλιασε τον φόβο σου, σε ένα παγκάκι!

«Το έργο ως γράφημα μιλάει επί της ουσίας για την επόμενη ημέρα μιας εταιρείας αλλά από κάτω κρύβεται ουσιαστικά ένα πένθος» θα μου πει ο Γιώργος Σίμωνας. «Είναι το πένθος των ανθρώπων, οι οποίοι στέκονται μπροστά στην κατεστραμμένη γη και ζωή με τύψεις. Εξ αφορμής της κτηματομεσιτικής, εξ αφορμής των όσων συμβαίνουν με τα real estates γίνεται μια αναθεώρηση για το τι ορίζουμε ως σπίτι, με το τι ορίζουμε ως πένθος να μην έχεις σπίτι, είτε  γιατί απλά δεν έχεις, είτε γιατί στο έχουν πάρει. Υπάρχει το αμείλικτο «πρέπει να σου χρωστάω», το θέμα δεν είναι μόνο να σου «πάρω το σπίτι», αλλά να σε «δέσω» σε μια μόνιμη κατάσταση απειλής και υποχρέωσης. Η ιδέα για το έργο ξεκίνησε από την τελευταία κατοικία, από τον τάφο. Η τελευταία κατοικία του ανθρώπου την οποία όμως δεν την διαχειρίζεται ο ίδιος, αλλά άλλοι».

Ο Γιώργος Τζαβάρας «ξεκλειδώνει» το έργο με τους  ρεαλιστικούς διαλόγους του, με έναν σουρεαλιστικό τρόπο και με όχημα το παράλογο.  Ο νεκρός Μπομπ, ο εργοδότης αντιμετωπίζεται σαν πατέρας σε αυτήν την «εργασιακή οικογένεια». Μετά τον χαμό του ακολουθεί το χάος στη συμπεριφορά των υπαλλήλων. «Αυτή η ανατροπή του πατρικού ή αν θέλετε πατερναλιστικού στοιχείου, είναι αυτή που φέρνει κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω στη ζωή των παιδιών-υπαλλήλων και στη δραματουργία του έργου» θα μου πει ξετυλίγοντας το σκεπτικό του στην διαδικασία της σκηνικής πραγμάτωσης του. «Το προσόν του έργου είναι ότι συνδυάζει μια ρεαλιστική γλώσσα σε ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον, στο οποίο όμως με οδήγησε το ίδιο το έργο και οι καταστάσεις του» θα συμπληρώσει.

Ο ίδιος, χάρηκε πολύ στην επισήμανσή μου, ότι το έργο θα μπορούσε να είναι ένα σύγχρονο «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ, με το μεσιτικό γραφείο να έχει μετατραπεί σε έναν μεταβατικό μη τόπο, και με τους υπαλλήλους να αγωνιούν για το μέλλον τους, γνωρίζοντας το παρελθόν τους. «Είναι αυτό που αποδεικνύει τη ζωντάνια και την αλληλεπίδραση του θεάτρου» θα μου πει με τον Γιώργο Σίμωνα να παρεμβαίνει για τους συγγραφείς που στηρίχτηκε για αυτό το καινοφανές -όπως λέει – Κακό που διοχετεύεται στη ζωή μας «Πολύ τροφή  μου έδωσε ο Δημητριάδης και ο Πίντερ. Είναι τρομερό πως περιγράφουν αυτοί οι δύο συγγραφείς αυτό το Κακό που έχει εισέλθει στη ζωή μας, που φαίνεται μια απλοϊκή κατάσταση αλλά πρόκειται στην ουσία του για κάτι εξαιρετικά διαστροφικό».

Τελικά το έργο είναι ρεαλιστική απεικόνιση μιας σκληρής πραγματικότητας ή ένα σουρεαλιστικό σαρκαστικό σχόλιο πάνω σε αυτήν; Ο Γιώργος Σίμωνας θα εξηγήσει: «Ο σουρεαλισμός προέκυψε από τη δραματουργική επεξεργασία, τη σκηνοθεσία . Το κείμενο είναι γραμμένο σε ρεαλιστικούς διαλόγους γραφείου με ένα μόνο σουρεάλ στοιχείο. Ένα κομμένο χέρι πάνω σε ένα γραφείο, δίνει αυτό το σουρεαλιστικό ρυθμό της παράστασης»

Η σύνθεση του ρεαλιστικού διαλόγου με τη σουρεαλιστική συνθήκη σαφέστατα είναι μια δύσκολη υπόθεση, η οποία όμως στην παράσταση καταφέρνει να αποδώσει ένα στέρεο κράμα δραματουργικής ολοκλήρωσης. Ο Γιώργος Τζαβάρας στο προφανές ερώτημα αν τον δυσκόλεψε σκηνοθετικά αυτή η διαδικασία θα απαντήσει με ειλικρίνεια: «Δεν με δυσκόλεψε αυτή σύνθεση ρεαλισμού και σουρεαλισμού. Από την πρώτη ανάγνωση ένοιωσα ότι η σκέψη και ο λόγος του Σίμωνα ταυτίζεται με τη δική μου έκφραση. Παρασύρθηκα από τη ροή του και το ενδιαφέρον να εξηγήσω πράγματα πέρασε σχεδόν ανεπαίσθητα σε δεύτερη μοίρα. Με αυτήν την αίσθηση φτιάξαμε όλοι μαζί την παράσταση, Οπότε, όχι,  δεν με δυσκόλεψε γιατί μου ταίριαζε».

Και ποιοι είναι οι ήρωες του; Ποιος είναι ο Μπομπ, το νεκρό αφεντικό και τι εκπροσωπεί;

«Ο Γιώργος Τζαβάρας σκιαγράφησε πολύ ωραία τον Μπομπ» θα μιλήσει πρώτος ο Γιώργος Σίμωνας. «Τον έχει ορίσει ως ένα πατρικό στοιχείο. Συνορεύει πολύ με τον Καφκικό πατέρα. Οι τύψεις των παιδιών-υπαλλήλων ότι μετά το νεκρό αφεντικό-πατέρα δε θα μπορέσουν να συνεχίσουν. Άλλωστε, είναι ένα έργο «υπαλλήλων». Η αρχική εφόρμηση ήταν να γράψω ένα έργο για τρεις υπαλλήλους που το αφεντικό τους πέθανε θέλοντας να μιλήσω με ταξικό τρόπο για τα εργασιακά. Ο ένας τείνει να φύγει, απλά τείνει, δεν φεύγει, ο άλλος είναι αυτό που εκπροσωπεί η Ρίτα, ο ενδιάμεσος, ο άλλος είναι αυτός που έχει ήδη φύγει. Πολλά στοιχεία που κοσμούν αυτούς τους χαρακτήρες δεν είναι καν μυθοπλασία, είναι πράγματα που έχουν συμβεί και περνάν πολλές φορές «στα ψιλά» της καθημερινότητας. Όπως για παράδειγμα, το περιστατικό που περιγράφεται στην πρώτη πράξη με τα ψάρια και τους καρχαρίες, συνέβη φέτος στην Αίγυπτο όπου για να χρησιμοποιήσουν τους καρχαρίες ως τουριστική ατραξιόν έριχναν νεκρά ψάρια στη θάλασσα για να τους προσελκύσουν με αποτέλεσμα οι καρχαρίες να επιτεθούν και να σκοτώσουν τουρίστες».

Ο Γιώργος Τζαβάρας  θα συμπληρώσει: «Είναι συγκλονιστικό πόσο ωμοί και κυνικοί είναι στην αντιμετώπιση των πραγμάτων και από εκεί ακριβώς προκύπτει η κωμικότητα του έργου. Είναι τόσο τραγικό το έργο που μόνο κωμικά μπορείς να το διαχειριστείς. Είναι η δική μας πορεία και κατάληξη, εκεί στη κυνικότητα και στην αποδοχή της βίας, της εργασιακής βίας που μας οδηγούν»

Η Ματίνα Περγιουδάκη,  θα παρέμβει: «Είναι αυτή η καταφυγή σε μια νεύρωση για το κυνήγι της προσωπικής ευημερίας  και η αντίφαση της επιθετικότητας και της κούρασης. Η Ρίτα για παράδειγμα ενώ θέλει να τους γα@@@ όλους, παράλληλα δείχνει κουρασμένη και για αυτό επιμένει στην παραμονή της σε μια εταιρεία που «φεύγει» Από τη μια ο ανταγωνισμός, από την άλλη η ησυχία και η ασφάλεια της παραμονής στα ίδια. Και υπάρχει και μια σημειολογική αναφορά στο χρόνο. Αν ο Ρήγας (ο ρόλος του Γιώργου Σίμωνα) αναφέρεται στο παρελθόν, η Ρίτα είναι το μεταίχμιο, είναι το σημείο που στέκεται το πριν κοιτώντας το μετά».

Η Αναστασία Στυλιανίδη θα γίνει πιο συγκεκριμένη. «Η κτηματομεσιτική αγορά περισσότερο λειτουργεί ως όχημα για να θίξουμε αυτό το καπιταλιστικό όργιο των ημερών μας. Είναι ένα θρίλερ που επί της ουσίας αστειεύεται με την αδηφαγία της ανθρώπινης φύσης έτσι όπως διαμορφώνεται σε αυτές τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες. Είμαστε οι κούκλες του. Οι ρόλοι αντιμετωπίστηκαν σαν συμπεριφορές και όχι σαν πρόσωπα. Για τον απλούστατο λόγο ότι και οι τρεις ήρωες θα μπορούσε να είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Η συμπεριφορά τους είναι η συμπεριφορά ανθρώπων των γραφείων σε εταιρείες. Υπάρχουν βέβαια και οι ιδιαιτερότητες στον καθένα ξεχωριστά, προσωπικές θεωρήσεις για το τι σημαίνει «προσωπική ευτυχία» αλλά μπορείς σε όλους να εντοπίσεις την ανταγωνιστικότητα και την επιθετικότητα, τη διάθεση για ανέλιξη, ψήγματα αλλοτριωμένων συμπεριφορών του σύγχρονου ανθρώπου που ζει και βιώνει αυτήν την σκληρή εργασιακή πραγματικότητα».

Υπάρχει μια ευκρινή και διάχυτη επικοινωνία των ηθοποιών στη σκηνή. Και οι τρεις αντιμετωπίζουν τους ρόλους με μια κοινή ταύτιση στην πρόσληψή τους, αναπτύσσοντας διαλεκτικά τις γκροτέσκο ιδιότητές τους , με ρυθμό, ευστροφία και καυστική ατάκα, έχοντας κατά νου ως βασική δραματουργική οδηγία και άξονα τα ίδια τα λόγια του έργου: «Δεν είμαστε κτηματομεσιτικό γραφείο, Είμαστε ο τρόπος να βλέπεις τη ζωή». Και σε αυτήν τη φράση κρύβεται και η ουσία της «Τούνδρας», που όπως συμφώνησαν σύσσωμα οι συντελεστές της, θα μπορούσε να έχει και υπότιτλο «η μορφή του φόβου»

Η παράσταση έκανε πρεμιέρα τη Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου και θα παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Rabbithole, Γερμανικού 20, Μεταξουργείο, Αθήνα. Εισιτηρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ

Κείμενο: Γιώργος Σίμωνας
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβάρας
Σκηνικά: Τώνια Ράλλη
Κοστούμια: Χριστίνα Σωτηροπούλου
Δραματουργική επεξεργασία: Αναστασία Στυλιανίδη
Sound design/ Πρωτότυπη μουσική : Έκτορας Τσολάκης
Αντικείμενα: Ηώς Αντωνοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιόλη Χαραλαμποπούλου
Φωτογραφία: Άσπα Κουλύρα
Graphic degign: Ηλίας Πανταλέων
Κατασκευή σκηνικού: sickmyduck.lab
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: Oμάδα ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ & Rabbithole
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Ματίνα Περγιουδάκη, Γιώργος Σίμωνας, Αναστασία Στυλιανίδη
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά