επιμέλεια: Αναστασία Νικολάου*//

Ερμηνεύοντας την αγάπη. Φανταστείτε δύο ζευγάρια, το καθένα βρίσκεται στο σπίτι για δείπνο. Το πρώτο ζευγάρι κατά τη διάρκεια του φαγητού αγγίζεται συχνά και ανταλλάσσει τρυφερά βλέμματα και γλυκόλογα. Δεν θα χρειαστούν πολύ χρόνο μετά το τέλος του για να βρεθούν μαζί στο κρεβάτι. Το άλλο ζευγάρι τρώει ήσυχα, δεν μιλά πολύ, όταν τελειώνει το γεύμα, ακολουθεί το πλύσιμο των πιάτων. Αργότερα, κάθονται στο ίδιο δωμάτιο και διαβάζουν. Τα δύο ζευγάρια είναι ερωτευμένα. Απλώς το εκφράζουν διαφορετικά.

Η αγάπη ακολουθεί μια πορεία ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες. Οι πορείες είναι διαδικασίες. Υπό αυτήν την έννοια, η αγάπη είναι μια διαδικασία. Εντάσσεται σε μια συνεχή αφήγηση και έτσι αποκτά το νόημά της. Η ίδια δράση που λαμβάνει χώρα σε μια διαφορετική αφήγηση έχει ριζικά διαφορετική σημασία. Για παράδειγμα, για το πρώτο ζευγάρι, η ιδέα τού να κάθονται χωρίς να αγγίζονται και να διαβάζουν, μπορεί να σημαίνει πως η σχέση έχει καταρρεύσει. Εν τω μεταξύ, για το δεύτερο ζευγάρι, αυτό θα μπορούσε να είναι η τέλεια κατανόηση του πώς θέλουν να περάσουν μαζί το βράδυ.
Γράφουμε από κοινού τις ιστορίες αγάπης μας και δίνουμε νόημα στις πράξεις μας μέσα σε αυτές τις αφηγήσεις.

Σε μια αφήγηση, τα γεγονότα έχουν νόημα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Γι’ αυτό το να κάθεται κανείς σιωπηλός δίπλα στο σύντροφό του διαβάζοντας μπορεί να είναι μια έκφραση αγάπης, ενώ η ανάγνωση ενός νομικού εγγράφου δίπλα στον συνάδελφο στη δουλειά δεν είναι.

Μαρκ Σαγκάλ – “Τα γενέθλια” (1915)

Αυτό κάνει τα πράγματα να ακούγονται απλά, χωρίς ωστόσο να είναι. Σε οποιαδήποτε σχέση, θα υποβληθούμε ταυτόχρονα σε διάφορα επίπεδα αφήγησης, καθώς επίσης και στην πιθανότητα ότι αυτό που υποθέτουμε πως είναι μια κοινή αντίληψη, μπορεί να μην ισχύει για τον άλλο. Συνήθως, όλοι φτάνουμε στην ατομική σύλληψη της ρομαντικής αγάπης μέσω τριών επιπέδων αφήγησης, που διαμορφώνονται κοινωνικά, συνδέονται με τον πολιτισμό και την αισθητική, αλλά και τα προσωπικά μας βιώματα. Οι ιστορίες που ακούμε για την αγάπη συμβάλλουν στη διαμόρφωση της αντίληψής μας για αυτή, όταν μεταβαίνουμε από τη φαντασία στην πραγματικότητα.

Στην περίπτωση μιας ρομαντικής σχέσης, το «εμείς» αναφέρεται συγκεκριμένα στους ανθρώπους που εμπλέκονται στη σχέση και κάθε σχέση έχει ένα μοναδικό αφήγημα που διαμορφώνεται και ταυτόχρονα διαμορφώνει τη σχέση. Για παράδειγμα, το παρασκήνιο του «πώς συναντηθήκαμε» μπορεί να διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι προσδιορίζουν τις ρομαντικές τους σχέσεις. Ορισμένες πρακτικές, όπως ο βαθμός συναισθηματικής έκφρασης, γίνονται πράξη και στη συνέχεια συνήθεια και προσδοκία που έχουν διαφορετικό νόημα και βαρύτητα για τον καθένα στις σχέσεις του. Το περιεχόμενο που δίνεται στην αγάπη και τη συντροφικότητα είναι μοναδικό και ποτέ αυτονόητο.

Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ – “Το ζευγάρι μπροστά από τους ανθρώπους” (1924)

Τέλος, έχουμε τις ατομικές μας αφηγήσεις. Οι περισσότεροι από εμάς είτε είναι, είτε θα βρεθούν σε περισσότερες από μία ρομαντικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της ζωής. Αυτές οι διαφορετικές αφηγήσεις και εμπειρίες των σχέσεων συνδιαμορφώνουν το τι προσλαμβάνεται ως αγάπη και τι όχι. Καλλιεργούν τις προσδοκίες μας. Μπορούν ακόμα να λειτουργήσουν ως παραδείγματα αφηγήσεων που ελπίζουμε να ζήσουμε ή θέλουμε κατηγορηματικά να αποφύγουμε.
Από αυτό το αμάλγαμα, έχουμε ένα προσωπικό ερμηνευτικό πλαίσιο που καθορίζει ποιες ενέργειες, για τον καθένα από εμάς, εκλαμβάνονται ως αγάπη. Καταλαβαίνουμε τι σημαίνει να είμαστε ερωτευμένοι μέσω των πολιτιστικών και προσωπικών ιστοριών που δημιουργούμε.

Οι άνθρωποι που ζουν στις ίδιες κοινωνίες εκτίθενται σε παρόμοιες πολιτιστικές ιστορίες. Τείνουν να έχουν ζωές με σχετική ομοιότητα μεταξύ τους. Ωστόσο, υπάρχει και χώρος για ατομικές διαφορές και αυτές μπορεί να αποτελούν πηγή παρεξηγήσεων, εντάσεων και απογοήτευσης – για παράδειγμα, όταν ένας σύντροφος προσδοκά περισσότερη σωματική εγγύτητα, ή λιγότερη, από όση θέλετε να δώσετε. Ή όταν μια αφήγηση συγκρούεται με την επιθυμία ενός συντρόφου τόσο για ρομαντική όσο και συναισθηματική αποκλειστικότητα. Όταν σε ένα ζευγάρι υπάρχουν αφηγήματα που παράγουν πολύ διαφορετικές προσδοκίες, η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια είναι σχεδόν αναπόφευκτες.

Στην αγάπη δεν υπάρχουν ξεκάθαρες κατευθυντήριες γραμμές. Όμως αναγνωρίζοντας τον βαθμό στον οποίο οι διαφορετικές αφηγήσεις διαμορφώνουν τις προσδοκίες μας εντός της, φροντίζουμε ουσιαστικά τις σχέσεις μας. Ίσως, επίσης, έχουμε ένα φιλοσοφικό καθήκον να διερευνήσουμε τον βαθμό στον οποίο οι αφηγήσεις μας διαμορφώνονται από έντονα ρομαντικά κλισέ. Ωστόσο, δεν αρκεί να αναγνωρίσουμε ότι είμαστε όλοι εμπλεκόμενοι σε πολύπλοκους ιστούς ρομαντικής αφήγησης. Πρέπει επίσης να διασφαλίσουμε ότι μία σχέση διαθέτει ένα κοινό αφήγημα. Οι άνθρωποι που αγαπάμε δεν είναι μόνο χαρακτήρες, αλλά και δημιουργοί της κοινής μας ιστορίας. Ο κόσμος είναι απίθανο να μας εφοδιάσει με έναν απόλυτα ταιριαστό αφηγητή, αλλά η αγάπη δεν θα ανθίσει αν ο καθένας μας προσπαθεί να πει μια διαφορετική ιστορία.

*Η Αναστασία Νικολάου είναι ψυχολόγος.

Έντουαρτ Χόπερ – “Δωμάτιο στη Νέα Υόρκη” (1932)