Το Σινέ Νιούς ήταν κινηματογραφική αίθουσα στην καρδιά της Αθήνας που μέσα της γράφτηκε παράγραφος αντίστασης των πολιτών της πόλης κατά της γερμανικής κατοχής.

Όταν οι άνθρωποί του Σινέ Νιους πήραν την άδεια να λειτουργήσουν το σινεμά τους, ανακάλυψαν πως η μουσική του τζαζίστα Λούις Άρμστρονγκ μπορούσε να γίνει (και μάλλον έγινε) μέρος της αντίστασης που θα μπορούσαν να προβάλλουν οι Αθηναίοι στους Ναζί. Η παρακάτω ιστορία είναι αλιευμένη από το βιβλίο του Γιώργου Λαζαρίδη “Φλας μπακ – Μια ζωή σινεμά”. 

«Το Σινέ Νιούς έκανε την εμφάνισή του στο τέλος της δεκαετίας του 1940. Λειτούργησε εκεί που βρίσκεται και σήμερα ο κινηματογράφος Άστορ. Το Σινέ Νιούς, λοιπόν, στα πρώτα χρόνια της γερμανικής κατοχής έκανε και μια πολύ πονηρή αντίσταση που αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε. 

Από την αρχή λειτούργησε παίζοντας ποικίλα προγράμματα κυρίως για παιδιά, με ντοκιμαντέρ, κινούμενα σχέδια, κωμωδιούλες των είκοσι λεπτών, μουσικά δεκάλεπττα φιλμάκια, κατά σαν τα σημερινά βίντεο κλιπ, και με ταινίες επίκαιρων έτσι όπως λειτουργούσε και το Σινεάκ της οδού Πανεπιστημίου και στο κτήριο του Ρεξ.

Εισβάλλοντας οι Γερμανοί απαγόρευσαν όλες τις “εχθρικές” ταινίες, με διαταγή να παίζουν οι κινηματογράφοι μόνο γερμανικές, ιταλικές και κάποιες λίγες ουγγρικές ταινίες καθώς και τις “δωσιλογκές” γαλλικές, που άρχισαν να γυρίζουν οι “πουρκουάδες” των γαλλικών στούντιο, με επικεφαλής τον Πιερό Φρενέ, τον φασίστα αλλά σπουδαίο ηθοποιό Ρεμί και τον γλυκανάλατο τραγουδιστή Τήνο Ρόνι σε κάτι φρικαλέες μελοδραματικές “πατάτες”.

Όμως, ταινίες μικρού μήκους για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι κατεξοχήν παιδικοί κινηματογράφοι, όπως ήταν το “Σινέ Νιους” και το “Σινεάκ”, δεν υπήρχαν εκτός από μερικά βαρετά και σχολαστικά “κουλτούρ φιλμ” της γερμανικής προπαγάνδας. 

Έτσι, το Σινέ Νιούς παρακάλεσε τις γερμανικές αρχές κατοχής και ειδικά την Προπαγκάντα Στάφελ, όπως λεγόταν το άγρυπνο μάτι της Υπηρεσίας Ελέγχου Θεάματος, να επιτρέψουν τουλάχιστον να παίζονται μερικά παλιά κινούμενα σχέδια, καμιά κωμωδιούλα με τον Σπάνκι και την παρέα του και μερικά δεκάλεπτα μουσικά φιλμάκια.

Όλα αυτά μαζί, βέβαια, με τα δυσκολοχώνευτα προπαγανδιστικά επίκαιρα της Ούφα, με μουσικό τους σήμα το Χτύπημα της Μοίρας από την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν και τα ιταλικά επίκαιρα του Ιντιτούτου Νατσιονάλε Λούτσο, που προσπαθούσαν και αυτά να επιγράψουν τους άθλιους του Μπαντόλιο στη Λιβύη, κλέβοντας κάποια ψίχουλα από τη δόξα του Ρόμελ. 

Ειδικά αυτά τα ιταλικά επίκαιρα με τη φανφαρόνικη εμφάνισή τους σου έφερναν στο μυαλό τον Δον Κιχώτη με τον Σάντζο Πάντσα στην πιο γελοία τους έκδοση. 

Αυτό ήταν! Εκείνη η προσωρινή άδεια που δόθηκε το χειμώνα του 1941 στο Σινέ Νιούς για τα μουσικά φιλμάκια άνοιξε την πόρτα για την παράνομη δράση! Κατέβηκαν από τα ράφια οι μουσικές αμερικάνικες ταινίες και σιγά σιγά παίζονταν μόνο οι μουσικές σκηνές τους που ήταν πολύ μεγαλύτερες από το επιτρεπόμενο όριο. Και η Αθήνα άρχισε να βλέπει στην κατοχή τα αγαπημένα αστέρια του Χόλιγουντ: πότε τον Τάισον Πάουρ με την Άλις Μέι και τον τον Αμίτσι να τραγουδούν “Αλεξάντερ Ρανγτάιμ Μποντ”, πότε τον Λούις Άρμστρονγκ να παίζει με την κορνέτα του το “Τζίπερς Κρίπερς” από μια ταινία του Ντικ Πάουέλ, πότε τον Φρεντ Αστέρ και την Τζίντζερ Ρότζερς να χορεύουν κλασσικό φοξ-τροτ από το Τοπ Χατ και πότε τον γλυκανάλατο Νίλσον Έντι να τραγουδάει στη Ζανέτ ΜακΝτόναλντ το “Ροζ Μαρία άι λοβ γιου”…..

Οι Αθηναίοι και ιδιαίτερα η νεολαία δεν άργησαν να καταλάβουν το κόλπο και ύστερα από λίγο άρχισαν να σχηματίζονται ουρές έξω από το Σινέ Νιους, λες και μοίραζαν λάδι, μπομποτάλευρο και χαρουπόμελο. Κι όλα αυτά χωρίς οι Γερμανοί να μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι άνθρωποι ανεξαρτήτως ηλικίας έτρεχαν να δουν παιδικά προγράμματα, ενώ όλοι οι κινηματογράφοι που έπαιζαν ανούσιες γερμανικές μουσικοχορευτικές “τούρτες” της Μαρία Ρεξ έμεναν με δαχτυλομετρούμενους θεατές. 

Όταν καμία φορά τύχαινε να μπει στο Σινέ Νιούς κάποιος περαστικός Γερμανός φαντάρος, ελπίζοντας να δει κάνα καρτούν, τότε αυτομάτως από τη στιγμή που θα έκοβε το εισιτήριο -με την πονηρή καθυστέρηση που του έκανε η ταμίας- μέχρι να φτάσει στην πόρτα και να μπει μέσα, είχε ανάψει ένα κόκκινο φως στην καμπίνα προβολής για να ειδοποιηθεί ο μηχανικός και να βάλει μπροστά τη δεύτερη μηχανή, που πάντα ήταν φορτωμένη με τα γερμανικά επίκαιρα της Ούφα (της γερμανικής προπαγάνδας). 

Μόλις έληγε ο “συναγερμός” ο μηχανικός, ειδοποιημένος από ένα άλλο πράσινο φωτάκι, ξανάβαζε μπροστά αστραπιαία την πρώτη μηχανή και ο Λούις Άρμστρονγκ ξανάρχιζε να παίζει με την κορνέτα του το Τζίπερς Κλίπερς, αφού βέβαια ο μηχανικός είχε ακούσει τα πουστριλίκια της ζωής του από την αγανακτισμένη πλατεία, επειδή κανένας δεν είχε αντιληφθεί τη “γερμανική εισβολή”.»