Η Ιώ Βουλγαράκη, «διάβασε», και ίσως όχι άδικα, στον Ευριπίδη, μέσα από τον θρήνο και την οδύνη, τη δυνατότητα του γυναικείου φύλου να αντιταχθεί στην πατριαρχία.  Και αυτή η δυνατότητα μπορεί να υψωθεί μόνο μέσα από όρους κοινωνικής πραγμάτωσης και όχι απλά σαν ατομική επιλογή, που έτσι είναι καταδικασμένη σε οικτρή ήττα.

«Καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται…» αυτή η μοδάτη και εύσχημη δήλωση, που φαντάζει μες στο λυρισμό της ως «κατάθεση αγωνίας» για την κατάντια του ανθρώπου και που πολλάκις αναπαράγεται από τους μηχανισμούς προπαγάνδας του πολιτικού συστήματος εν συνόλω, αποτελεί την προμετωπίδα των ίσων αποστάσεων. Αυτών που αντιμετωπίζουν το δίκιο και την αλήθεια σε ίδια βαρύτητα με το άδικο και το ψεύδος.  Αυτών που εξισώνουν το δικαίωμα του καταπιεστή να ασκεί βία (κάθε είδους) στον καταπιεζόμενο με το δικαίωμα του καταπιεζόμενου να αντιστέκεται (και με βία) στην εκμετάλλευσή του.

Αυτή ακριβώς η καταδίκη των ίσων αποστάσεων  είναι το κύριο θέμα που προβάλλει μέσα από την «Εκάβη» του Ευριπίδη.  Εκεί όπου μια χούφτα γυναίκες (πλέον  δούλες  στους νικητές Έλληνες), με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο εναντιώνονται ενάντια στο άδικο και δικαιώνονται. Δεν είναι γενικά κι αόριστα αντιπολεμική η τραγωδία αυτή του Ευριπίδη, που διδάχτηκε γύρω στο 427-424 π.Χ. στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Δεν καταδικάζει γενικά και αόριστα τον πόλεμο αλλά υπενθυμίζοντας τον πρώτο φταίξαντα (την εισβολή των Σπαρτιατών στην Αθήνα) στέκεται στο γεγονός αν είναι δίκαιος ή άδικος πόλεμος και τον κρίνει επί αυτού. Αν είναι άδικος, είναι χρέος η αντίσταση (και η βίαιη).  Γιατί, σε αυτήν την ανθρωποκεντρική τραγωδία όπου οι Θεοί απουσιάζουν και οι άνθρωποι «παθαίνουν», όλα τα πάθη και τα παθήματα εκπορεύονται από τις αιτίες που προκαλούν τον πόλεμο και όχι από αυτόν. Το λέει ολοκάθαρα η Εκάβη απευθυνόμενη στον Πολυμήστορα «…η δίψα σου για κέρδη…», ή για τους ανθρώπους όπου «κανείς θνητός δεν είναι ελεύθερος» του πλούτου εξαρτημένος.  Είναι πολύ σημαντική η τοποθέτηση αυτή του Ευριπίδη, σε μια εποχή που η κοινωνική σκέψη αδυνατούσε να συγκροτηθεί με όρους ταξικότητας και  όπου ωστόσο επέρχεται μια μορφή δικαίωσης του αδικημένου με τη βιαιοπραγία της τύφλωσης του εμπόρου πολέμου  Πολυμήστορα και τη θανάτωση των παιδιών του.  Ο Ευριπίδης δεν κρατάει ίσες αποστάσεις, δεν παραβγαίνει σε κανέναν διαγωνισμό διατύπωσης αιτήματος «ειρήνης» και «συναδέλφωσης» όταν βλέπει στην κοινωνία να εγκαθίσταται η βία του άδικου. Γιατί τότε έχει κάθε δικαίωμα να αναπτυχθεί η βία του δίκιου. Ο Ευριπίδης δεν καταδικάζει τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», αλλά αναθεματίζει όλα αυτά που γεννούν την βία και την καθιστούν αναπόφευκτο όπλο αντίστασης.

Η τραγωδία αποτελείται από δύο διαφορετικά μέρη, συρραμμένα οργανικά σε μια ενότητα, που όσο κι αν φαίνονται διαφορετικά μεταξύ τους, τα συνδέει αυτό ακριβώς το πολιτικό σκεπτικό του ποιητή. Η θυσία της Πολυξένης στο πρώτο μέρος, και η εκδίκηση της Εκάβης και των σκλάβων γυναικών της Τροίας για τον θάνατο του Πολύδωρου αποτελεί για τον Ευριπίδη τον πιο εύσχημο τρόπο να μιλήσει ακριβώς για τη διεργασία μετατροπής του θύματος σε θύτη.  Για το πώς η βία του δούλου απαντά στη βία του αφέντη.  Όλα τα πρόσωπα εδώ και τα πάθη τους, προτάσσουν ακριβώς αυτή τη συνθήκη. Αυτή είναι η κυρίαρχη και όχι αυτά καθαυτά ως πρόσωπα του τραγικού. Ίσως και γι’ αυτό τα χορικά να έχουν περιορισμένη δράση. Ο Ευριπίδης, σε αυτήν τη θέση, δεν παραχωρεί χώρο για καμία διαπραγμάτευση. Όλα εδώ είναι άσπρα ή μαύρα.

Στο φιλολογικό πεδίο, αυτό ίσως που θα μπορούσε να εντοπιστεί είναι αφενός μια ομοιότητα με τη δράση στο σατυρικό του δράμα «Κύκλωψ» (κι εκεί κάποιος κραταιός τυφλώνεται από κοινωνικά κατώτερους του, και εκεί μετατρέπεται σε αντικείμενο χλεύης) και κάποιον αυτοσαρκασμό για την «Μήδειά» του, όπου κι εκεί υπάρχει η εκδικητική θανάτωση παιδιών  – ο Πολυμήστορας επικαλείται μετά την τύφλωση του τον Θεό Ήλιο να πάρει εκδίκηση, προκαλώντας τον γέλωτα μιας και η παιδοκτόνος Μήδεια δικαιώθηκε με τη φυγή στο Άρμα του.

Η ολοκαίνουργη μετάφραση της οξύνου Ελένης Βαροπούλου κινήθηκε ολόσωστα, δημιουργικά και με ακρίβεια ανάμεσα στον λόγιο ακαδημαϊσμό και στον μεστό λαϊκό λόγο, υπερασπιζόμενη μέχρι ρανίδας τον ποιητικό λόγο και την ουσία της θεατρικής πράξης. Το αποτέλεσμα αυτής της σύζευξης είναι συγκλονιστικό στην ροή και την πρόσληψη του λόγου.

Η Ιώ Βουλγαράκη, για δεύτερη φορά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, μετά τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, «διάβασε», και ίσως όχι άδικα, στον Ευριπίδη, μέσα από τον θρήνο και την οδύνη, τη δυνατότητα του γυναικείου φύλου να αντιταχθεί στην πατριαρχία.  Και αυτή η δυνατότητα μπορεί να υψωθεί μόνο μέσα από όρους κοινωνικής πραγμάτωσης και όχι απλά σαν ατομική επιλογή, που έτσι είναι καταδικασμένη σε οικτρή ήττα.  Γιατί οι γυναίκες της Εκάβης δεν είναι μόνο γυναίκες. Είναι και σκλάβες. Είναι και πρόσφυγες. Είναι και εξ ανάγκης παλλακίδες. Μίλησε ξεκάθαρα η Ιώ Βουλγαράκη για καταπιεστές και καταπιεζόμενους, για αιχμάλωτους και σκλάβους, για θυσίες και «αυτοθυσίες», ξέθαψε τους νεκρούς (άνθρωποι, ιδέες, αισθήματα)-λάφυρα στο βωμό αποτρόπαιων πολέμων-βίαιου πένθους. Και μίλησε μέσα από την ιδιαίτερη βαρύτητα που επέδειξε στα χορικά, τα οποία παρουσιάστηκαν ανεπτυγμένα και υπερτονισμένα ακόμα και σε βάρος της οικονομίας της παράστασης.  Η παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, ξεπερνώντας κάποιες αμελητέες λεπτομέρειες, είχε συνολικά στίγμα, είχε στόχο και όραμα, είχε οργάνωση, μελέτη, είχε πολύ δουλειά  και ένα πολύ υψηλό εικαστικό και αισθητικό αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα, που παρόλη την επαναλαμβανόμενη φράση –κατακλείδα της παράστασης «από γυναίκες», ευτυχώς δεν παγιδεύτηκε στην ευκολία της εξαγγελίας ενός φτηνού απολίτικου φεμινιστικού μανιφέστου.

Ένα συνταρακτικό μέσα στην λιτή απόδοσή του σκηνικό από τη Μαγδαληνή Αυγερινού, με τα σμιλεμένα και διαμελισμένα αγαλμάτινα κουφάρια να ξεπροβάλλουν από τη γη, ζητώντας δικαίωση. Τα κοστούμια της, από την άλλη δεν κατάφεραν να δώσουν στίγμα, όψη και «ανάγνωση», μέσα από ένα  δυσδιάκριτο σκεπτικό. Ίσως γιατί διακρίναμε μια αγωνιώδη προσπάθεια αφενός να αποστασιοποιηθούν από την παραδοσιακή «όψη» ενός κλασικού ανεβάσματος χωρίς να αποκοπούν εντελώς από την παραδοσιακή ρίζα τους  και αφετέρου να προταχθεί η εθνοτική (ή μήπως ταξική;) αντίθεση με τη χρήση ακατανόητων αξεσουάρ (ποδιές, γιλέκα, παντελόνες κλπ) . Τρανό παράδειγμα, το άστοχο ρούχο της Εκάβης, που δεν είχε καμία σύμπνοια ούτε με την προσωπικότητα της ηρωίδας ούτε με τη σκηνική κατάστασή της. Τα λειτουργικά κοστούμια του Χορού και το πολύ όμορφο αισθητικά συμβολικό ρούχο της Πολυξένης, εξισορρόπησαν ευτυχώς το αποτέλεσμα.

Μελετημένη η κίνηση της Χαράς Κότσαλη, όπου διέσπειρε στην Ορχήστρα την απόγνωση και το θρήνο της όρχησης με εναλλασσόμενες χειρονομίες απελπισίας και με ταυτολογική σχηματοποίηση των αφηγούμενων.  Πρωταγωνιστικός ο ρόλος της μουσικής του Νίκου Γαλενιανού, όπου με εκκίνηση το δημοτικό τραγούδι ανέπτυξε το μέλος με αίσθηση του μέτρου και του κομμού και δίδαξε πολυφωνικά τα κορίτσια του Χορού.  Στη σκηνή ερμήνευσε τη μουσική η Άρτεμις Βαβάτσικα. Δυναμικά και γεμάτα ένταση τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου.

Η Ελένη Κοκκίδου αναμετρήθηκε στα ίσα και κατάματα με το δύσκολο, γεμάτο κατηγορηματικές αντιθέσεις, ρόλο της Εκάβης, που από μόνος του μπορεί να εξυψώσει την ηθοποιό ή να την καταβαραθρώσει. Παρόλο που η μελωδική τοποθέτηση της φωνής της και οι λεπτές αποχρώσεις της  χροιάς της δεν της επέτρεψαν να ορίσει το τραγικό μεγαλείο της ηρωίδας με αποτέλεσμα στην κύλιση σε μια αστική ερμηνευτική μανιέρα, είχε κάποιες πολύ δυνατές ερμηνευτικές στιγμές όπως αυτή της πρώτης συνάντησής της με τον Αγαμέμνονα. Κι ενώ είχε και το σθένος και τη δυναμική, και το συναίσθημα και την κίνηση, δεν κατάφερε να συγκεράσει όλα αυτά και να πείσει ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο που μπορεί ταυτόχρονα να παραδέρνεται από θρήνο και να αλυχτά από εκδίκηση, πλάθοντας τελικά δύο ξεχωριστές Εκάβες.

Ο Άκης Σακελλαρίου από την άλλη, καταθέτει μια υποδειγματική ερμηνεία ως προς το πώς χτίζει ένας δουλεμένος ηθοποιός τον ρόλο του. Λέξη-λέξη, βήμα-βήμα «σκάβει» τον Πολυμήστορα, ανοίγει ορίζοντες στον χαρακτήρα του και φτάνει σε μια οργασμική ερμηνεία, σε μια ερμηνευτική κορύφωση που αποτελεί από τα μεγάλα δώρα της παράστασης. Η βακχεύουσα μεταστροφή του τυφλωμένου ήρωα, ο οργιώδης διονυσιασμός του, δε θα μπορούσαν να αποδοθούν πιο εύπιστα, πιο συγκινητικά και με τέτοιο δέος και μεγαλείο.

Ο Ερρίκος Μηλιάρης, ερμηνεύοντας το φάντασμα του νεκρού Πολύδωρου, ανοίγει την παράσταση δίνοντας το στίγμα της, σε μια βαθιά μελετημένη ερμηνεία, με έναν εσωτερικό λυγμό, με ένα γεμάτο γνώση και ταλέντο κράτημα ώστε ο σπαραγμός να μην μετατραπεί σε μελοδραματισμό. Μια ερμηνεία, γεμάτη εσωτερική δύναμη, που μας πρόσφερε βαθιά συγκίνηση.  Με απόθεμα και δύναμη ψυχής η ερμηνεία της Πολυξένης από τη Μαρίνα Καλογήρου, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης σε μια ερμηνεία του Ταλθύβιου,  που ξεπέρασε την κινησιολογική δυσκαμψία του σωματότυπου του, εμμένοντας δικαίως στις ερμηνευτικές δυνατότητες του, μονότονος και άχρωμος ο Αγαμέμνονας του Αλέκου Συσσοβίτη, γήινος και με λαϊκές απολήξεις, ολόσωστος Οδυσσέας ο Θανάσης Κουρλαμπάς.

Τα κορίτσια του Χορού (Ασημίνα Αναστασοπούλου, Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Χρύσα Τουμανίδου, Αμαλία Τσεκούρα) συγκροτημένα, με κάποιες αμελητέες κινησιολογικές αστάθειες, κινήθηκαν σωστά στην Ορχήστρα με πλαστικότητα σώματος και με ιδιαίτερη φωνητική κατάρτιση και διδασκαλία, προβάλλοντας το μέτρο μέσα από την χωρίς μεγαλόσχημους επιδεικτικούς σχηματισμούς όρχηση και με ισορροπία φορμαλιστικού και ελεύθερου  γκρουπαρίσματος.

 

  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη από την Κατερίνα Ευαγγελάτου και το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Σφήκες» του Αριστοφάνη  από τη Λένα Κιτσοπούλου και τη σύμπραξη Εθνικού Θεάτρου και Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους» του Γιάννη Σκαραγκά από την Έμιλυ Λουϊζου στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Θήβα: A global civil war» του Παντελή Φλατσούση στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Φιλοκτήτης» του Χρήστου Οικονόμου από τον Σαράντο Γεώργιο Ζερβουλάκο στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Βατράχια»  του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Γίνεται δέντρο το πουλί;» του Χρήστου Χωμενίδη από τον Τάκη Τζαμαργιά στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή από τον Γιώργο Σκεύα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Τρωάδες» του Ευριπίδη από τον Χρήστο Σουγάρη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου