Όλα αυτά οδήγησαν σε μια ερμηνευτική τοποθέτηση του συνόλου των υποκριτών απεκδυμένη πλήρως του «βιωματικού» συναισθήματος. Μοιάζουν όλοι να παρεκτράπησαν εκ των πραγμάτων σε μια συναισθηματική αποστασιοποίηση, σε βάρος του τραγικού μεγαλείου των χαρακτήρων τους. 

Διαβάζοντας κανείς τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, το πρώτο πράγμα που εντοπίζει είναι ο πρωτοποριακός για την εποχή του ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της τραγωδίας.

Ανθρωποκεντρικός με την έννοια ότι ο άνθρωπος και τα πάθη του δεν είναι απλά αντικείμενο μελέτης, αλλά μετατρέπεται σε ενεργό υποκείμενο τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής ιστορίας του.  Αν στην «Εκάβη» του ο Ευριπίδης, αγνοεί τους Θεούς,  στις «Τρωάδες», σε αυτήν την ανοιχτή καταγγελία του ιμπεριαλισμού (διαχρονικός και επίκαιρος όσο υπάρχουν πλουτοπαραγωγικές πηγές εκμεταλλεύσιμες από λίγους) και των δεινών του, τους ειρωνεύεται κατάφωρα (τόσο με τον πρόλογο Ποσειδώνα-Αθηνάς, όσο και με την κατάρριψη του ισχυρισμού ότι ο Τρωικός πόλεμος ήταν θεϊκή εντολή ), ανοίγοντας  έτσι για πρώτη φορά τον δρόμο για ένα ρεαλιστικό θέατρο, το οποίο δεν δίνει υπερφυσικές εξηγήσεις, δεν ψάχνει παιχνίδια μοίρας και πεπρωμένου, αλλά κινούμενο σε δρόμους ορθολογισμού αποκαλύπτει ένα άλλο σχέδιο της ύβρεως: τα κοινωνικά αδικήματα οδηγούν σε κοινωνικά παθήματα και αυτά με τη σειρά τους αναπόφευκτα προκαλούν προσωπικές συμφορές. Γιατί ποιες άλλες είναι οι αιτίες για τα παθήματα των χαροκαμένων Τρωαδίτισσων γυναικών της  τραγωδίας με την Εκάβη να συμβολίζει και να εκπροσωπεί τη θέση και τα πάθη τους, από τα εγκληματικά επεκτατικά παιχνίδια κάθε εξουσίας; Ποιος ευθύνεται για τον ξεριζωμό τους (για κάθε ξεριζωμό), για την προσφυγιά τους (για κάθε προσφυγιά) , για την ερειπωμένη και γκρεμισμένη, φλεγόμενη Τροία (και κάθε ερειπωμένη, γκρεμισμένη και φλεγόμενη  πόλη);

Ο Χρήστος Σουγάρης,  για πρώτη φορά στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, η αλήθεια είναι, ότι αν δεν διαχώρισε τη θέση του, τουλάχιστον δεν ανέδειξε αυτόν τον καινοτόμο γα την εποχή του ρεαλισμό του Ευριπίδη. Με έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία, μάλλον επιχείρησε να δώσει μια υπερφυσική και υπερκόσμια διάσταση στο έργο, υποβάλλοντας μια ατμόσφαιρα που κινούνταν ανάμεσα σε αστικό μελόδραμα και σε αγωνιώδες θρίλερ φτάνοντας  ακόμα και στα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Είναι μάλλον αγαπημένη αυτή η προσπάθεια μετάλλαξης της ρίζας και της ποιότητας κλασικών έργων με τα οποία καταπιάνεται. Έναν  παρόμοιο σχεδιασμό είχε επιμεληθεί και για τις «Βάκχες» του Ευριπίδη το 2020, αλλά και για την περίφημη «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη όπου μέσα από την ελαφρότητα της ποπ (ας μην μεταφραστεί «λαϊκή», γιατί στην Ελλάδα είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες) κουλτούρας προσπάθησε μάταια να επικοινωνήσει τους καημούς της φτωχολογιάς.  

Ίσως παρασύρεται από μια μόνιμη σχεδόν διάθεση να ξεχωρίσει μέσα από την διαφορετικότητα της «αισθητικής» της παράστασης (η λέξη «αισθητική επαναλαμβάνεται συνεχώς στο σκηνοθετικό του σημείωμα στο πάντα προσεχτικά επιμελημένο και καλαίσθητα σχεδιασμένο πρόγραμμα των παραστάσεων που διαθέτει το ΚΘΒΕ). Αν όμως η «αισθητική» είναι το σημείο συνάντησης της τέρψης του οπτικού πεδίου του θεατή, με την εξισορρόπηση της  διανόησης του κειμένου και  της σκηνικής επιφάνειας  (=οπτική του  σκηνοθέτη), καταλαβαίνουμε ότι αν κάτι από τα δύο χωλαίνει, τότε η συνάρτηση εξελίσσεται σε αδύνατη. Και με δεδομένη τη διατύπωση του Eugène Delacroix ότι «το ωραίο είναι το σημείο συνάντησης όλων των συμβατικοτήτων», ίσως χρειάζεται μεγαλύτερη βάσανο και μελέτη, ώστε να αναδείξει κανείς αυτές τις συμβατικότητες ακολουθώντας μια «πρωτοποριακή» αισθητική και να φτάσει σε αυτήν την ευτυχή συνάντηση χωρίς απλώς να παραθέτει σκηνοθετικά ευρήματα και ευφυολογήματα.

 Για να εξηγούμαι, εξαιρετικά κοινότυπες οι παλιακές, σκονισμένες και  διάσπαρτες βαλίτσες αναχώρησης,  και ωραίο το εύρημα του αναχρονιστικού και ξεπερασμένου τηλεφωνικού θαλάμου, αν ξεπεράσουμε το γεγονός πως χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος που ειδαμε στην ανοιξιάτικη παραγωγή του ΚΘΒΕ «Εχθροί. Μια ερωτική ιστορία» του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού (σκηνικά και εκεί από την Ελένη Μανωλοπούλου). Τηλεφωνικός θάλαμος χορταριασμένος εδώ, σύμβολο του άχρονου, του δυστοπικού (κοινό χαρακτηριστικό άλλωστε των παραστάσεων του σκηνοθέτη) και του επίκαιρου συνάμα. Αλλά τι εξυπηρέτησαν όλα αυτά την παράσταση επί της ουσίας πέρα από τη μελοδραματική ευκολία της  τελευταίας σκηνής της αναχώρησης και της αναπάντητης κλήσης;  Γιατί η χρήση του θαλάμου ως καταφύγιο και ως μέσο επικοινωνίας με τους Θεούς, μάλλον υποβίβασε τον τραγικό λόγο, παρά τον ανέδειξε. Το ίδιο και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, που κινήθηκαν στην ίδια αγωνία της επίτευξης του «ξεχωριστού» παντρέματος της πολυχρωμίας της Ανατολής και της μονοτονίας της Δύσης (ο Χορός μάλλον θύμιζε Βαλκάνιες ρομά γυναίκες, μέσα σε αυτά τα δύσκαμπτα και βαρυφορτωμένα κοστούμια και το καθόλου διακριτικό σκουρόχρωμο βάψιμό τους). Όλα και όλοι  φωτισμένα  από το «κανονάκι»-προβολέα του Αλέκου Αναστασίου, που πολλές φορές ακολούθησε μονοδιάστατα τους υποκριτές, προφανώς από σκηνοθετική επιλογή. Και μετά η μουσική του Στέφανου Κορκολή, που κινήθηκε αποκλειστικά σε μια δική του εντελώς προσωπική αισθητική και με μια μάλλον ναρκισσιστική διάθεση (το οκτάλεπτο ασύνδετο ρεσιτάλ πιάνου στην εισαγωγή κόστισε πολύ στην οικονομία της παράστασης, εντέλει αδικώντας την). Ήταν κακή η μουσική του Στέφανου Κορκολή; Όχι! Αλλά ήταν εκτός διάθεσης, εκτός ταύτισης, έξω από κάθε δραματουργική ταυτοσημία, άλλοτε με κλασικές αναφορές, άλλοτε με καμπαρέ διάθεση, άλλοτε με μελοδραματικές αποχρώσεις σαπουνόπερας. Δεν μπορεί για παράδειγμα η Εκάβη να θρηνεί για τον νεκρό Αστυάνακτα, και η μουσική από πίσω να παίζει ένα (πολύ όμορφο και μελωδικό) ρομάντσο! Στα ίδια μονοσήμαντα πλάνα  κινήθηκε και ο σχεδιασμός της κίνησης  του Ερμή Μαλκότση, οδηγώντας τον Χορό σε συμπυκνωμένα οργανωμένους σχηματισμούς. Και ενώ ελάχιστες ήταν οι φορές που οι 19 κοπέλες απλώθηκαν σε όλη την έκταση της Ορχήστρας, η ίδια η Ορχήστρα έμοιαζε να μην φτάνει στον σκηνοθέτη, ο οποίος κατέφυγε αμήχανα και χωρίς δραματουργική αιτιολογία στη χρήση όλου του παρακείμενου χώρου του Κοίλου, του διαζώματος, των κλιμάκων, των παρόδων, του προσκηνίου, του δάσους.  Ακόμα και η «πολυδιάσπαση» του ρόλου της Αθηνάς σε όλα τα με καλυμμένα πρόσωπα κορίτσια, δε λειτούργησε μιας και εκεί χάθηκε η ενότητα και το σύνολο ένεκα μιας ευκολίας «φεμινιστικού» σχολίου.

Όλα αυτά οδήγησαν σε μια ερμηνευτική τοποθέτηση του συνόλου των υποκριτών απεκδυμένη πλήρως του «βιωματικού» συναισθήματος. Μοιάζουν όλοι να παρεκτράπησαν εκ των πραγμάτων σε μια συναισθηματική αποστασιοποίηση, σε βάρος του τραγικού μεγαλείου των χαρακτήρων τους. Βεβαίως σε μεγάλο βαθμό η παράσταση κέρδισε το χαμένο «στίγμα» της από την παρουσία της Ρούλας Πατεράκη, η οποία υπερασπίστηκε με υποδειγματική συνέπεια μια οργισμένη Εκάβη, αντικαθιστώντας τον θρήνο με οργή και μετατρέποντας την  κάθε λέξη σε κατάρα και ανάθεμα (συνέβαλε σε αυτό και η μετάφραση του Θεόδωρου Στεφανόπουλου). Είναι αυτή η οργή που την οδηγεί σε παράνοια και απελπισία. Και εδώ, όμως, βάζουμε και πάλι ένα ερωτηματικό αν η οργή οφείλει να  υπερτερεί του θρήνου. Γιατί ακόμα και μετά την πολύ σπουδαία υποκριτική στιγμή της, στην σκηνή της ταφής του Αστυάνακτα, παραμένει η αίσθηση ότι  το έλεος και η κάθαρσις  έμειναν απλά «αναπάντητες κλήσεις». Ο Ποσειδώνας του Αντώνη Καφετζόπουλου χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις αποδίδει μια παρουσία νουάρ «παράξενου ταξιδιώτη». Η Κασσάνδρα της Μαρίας Διακοπαναγιώτου, εγκλωβισμένη στο μεσοπολεμικό βερολινέζικο καμπαρέ που την υπέβαλλε η μουσική, υποκύπτει συνεχώς σε μια επαναλαμβανόμενη κίνηση ανασηκώματος του νυφικού της, αφήνοντας πίσω τη λυρικότητα της Ευριπίδειας Κασσάνδρας , Η γεμάτη ενέργεια επιθετική παρουσία της, δυστυχώς στερεί από το λόγο της σωστές παύσεις και ανάσες. Άνιση η ερμηνεία της Μαρίζας Τσάρη στην Ανδρομάχη,, άχρωμη, άοσμη και επιδεικτικά ακίνητη στο πρώτο μέρος, για να μπει πιο ενεργά στο σπαραγμό του ρόλου στο δεύτερο. Ικανοποιητικός σε ό,τι του ζητήθηκε και εξίσου αποστασιοποιημένος ο Μενέλαος του Αλέξανδρου Μπουρδούμη, η Λουκία Βασιλείου ακολούθησε τη σκηνοθετική γραμμή της υπερκόσμιας και απόκοσμης Ελένης, ερμηνεύοντας το ρόλο εξισωτικά με υποψία σκηνικής απόδοσης της Θεάς Αφροδίτης. Αντίθετα ο Ταλθύβιος του Δημήτρη Πιατά αποτύπωσε ευθύβολα και με ειλικρινή ποιότητα όλες τις συγκρούσεις, τα προσχήματα, τις δικαιολογίες αλλά και τις ευαισθησίες του ήρωα. Μια εξαιρετική υποκριτική ισορροπία. Τα κορίτσια του Χορού Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, Ελένη Μισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά,  Φωτεινή Τιμοθέου, Μάρα Τσικάρα ακολούθησαν πιστά το όλο πλαίσιο της παράστασης.

Μιας παράστασης που η πληθώρα των εικονολατρευτικών στοιχείων της λειτούργησε τελικά σε βάρος της ποιότητας της τραγικότητας της, περιορίζοντας την αισθητική της σε ψυχοδραματικές επιλογές, χωρίς να μπει στο μεδούλι της τραγωδίας. Είναι αλήθεια ότι η παράσταση στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου καταχειροκροτήθηκε, ίσως σε μια δίκαιη επιβράβευση της γενικότερης πορείας και στόφας της Ρούλας Πατεράκη. Παρόλα αυτά, σαν επίγευση ένιωσα ότι ο Ευριπίδης, η οξυδέρκειά του, η φιλοσοφία του και το τραγικό μεγαλείο του ήταν αυτά που ίσως έκαναν την ύστατη κλήση στο τηλέφωνο του θαλάμου. Εκείνη που ήδη ήταν πολύ αργά για να απαντηθεί…

Επόμενοι σταθμοί περιοδείας:
Πέμπτη 31 Αυγούστου, Κιλκίς, Θέατρο Λόφου Αγ. Γεωργίου Δήμου Κιλκίς
Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη
Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου- Βύρωνας, Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη»
Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου, Κηποθέατρο Παπάγου

  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη από την Κατερίνα Ευαγγελάτου και το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Σφήκες» του Αριστοφάνη  από τη Λένα Κιτσοπούλου και τη σύμπραξη Εθνικού Θεάτρου και Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους» του Γιάννη Σκαραγκά από την Έμιλυ Λουϊζου στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Θήβα: A global civil war» του Παντελή Φλατσούση στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Φιλοκτήτης» του Χρήστου Οικονόμου από τον Σαράντο Γεώργιο Ζερβουλάκο στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Βατράχια»  του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Γίνεται δέντρο το πουλί;» του Χρήστου Χωμενίδη από τον Τάκη Τζαμαργιά στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή από τον Γιώργο Σκεύα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Δοαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Εκάβη» του Ευριπίδη από την Ιώ Βουλγαράκη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου