«Ιππόλυτος» από την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Η παράσταση θα παιχτεί στις  31 Αυγούστου στο Θέατρο Βράχων, 7 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Δάσους και στις 10 Σεπτεμβρίου στην Ελευσίνα, στο Παλαιό ελαιουργείο.

Αν στη χριστιανική δογματική, ηθική και παράδοση η υπόκυψη στη σαρκική επιθυμία αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα και η βασική αιτία όλων των δεινών του ανθρώπινου γένους (για να θυμηθούμε και το προπατορικό αμάρτημα), στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ολοκλήρωσης της προσωπικότητας και της ατομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του ανθρώπου.

Αυτό, είναι η πρώτη έκδηλη αίσθηση που αντιλαμβάνεται κανείς ερχόμενος σε επαφή με το έργο του Ευριπίδη, τον «Ιππόλυτο».

Η άρνηση του νεαρού εφήβου να ανταποκριθεί στα κελεύσματα της Αφροδίτης, η επιμονή του στην αγνότητα και η υποταγή του στην παρθένα Άρτεμη, αποτελεί ξεκάθαρη Ύβρη, η οποία επισείει τιμωρία και Νέμεση. Όλα αυτά σε ένα προφανές πρώτο επίπεδο της τραγωδίας, όπου ο Ιππόλυτος πέφτει θύμα της επιλογής του μέσα από μια θεϊκή πλεκτάνη ανθρώπινων επιλογών.

Η ερωτευμένη Φαίδρα βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τον Ιππόλυτο και όχι απέναντί του όπως εύκολα θα ισχυριζόταν κάποιος. Και αυτή, επιλέγει την ηθική της υπόσταση, υπερασπιζόμενη το αίσθημα τιμής της σε βάρος του ερωτικού της αισθήματος, επιλέγοντας έτσι την δική της τιμωρία και προχωρώντας στο δικό της θάνατο, για να μην διασυρθεί. Και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, θα πεθάνουν αγνοί και αθώοι, τιμωρημένοι για αυτή τους την επιλογή.

Επί της ουσίας, ο Ευριπίδης κάνει ένα δηκτικό σχόλιο για τη σχέση του «θέλω» και του «πρέπει», την αλληλεπίδραση τους, τη σύγκρουσή τους και τη διαλεκτική τους . Μια σύγκρουση που αποτελεί βασικό παράγοντα της κοινωνικής εξέλιξης, της διαμόρφωσης χαρακτήρα αλλά και της πολιτειακής οργάνωσης. Στον Ευριπίδη, το «ον» αντιπαραβάλλεται με το «δέον», και γίνεται το ένα συμπληρωματικό του άλλου, σε μια αλληλένδετη σχέση.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου παρουσίασε μια παράσταση που αν μη τι άλλο, ήταν καθόλα μεγαλοπρεπής σε όλα τα στοιχεία της.  Ήταν μια παράσταση στα μέτρα και στα σταθμά ενός εμπορικού υπερθεάματος, όσο αυτό μπορεί να προσεγγίσει και να προσδιοριστεί μέσα από τον πυκνό λόγο των αρχαίων τραγικών. Και είναι κακό αυτό; Καθόλου, αν αυτή η διαχείριση του τραγικού υλικού γίνεται με σπουδή και μελέτη και με δικλείδες ασφαλείας που δεν επιτρέπουν τον ξεπεσμό του δράματος σε εύπεπτο μαζικό ανάγνωσμα. Είχε διάχυτη αυτήν την αγωνία η παράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου, πώς να ανταποκριθεί στα κελεύσματα της εμπορικότητας  (ή μήπως της εμπορευματοποίησης;) της τέχνης χωρίς ωστόσο να υποπέσει σε καλλιτεχνικές εκπτώσεις. Σε κάποια σημεία θριάμβευσε σε κάποια άλλα απέτυχε παταγωδώς.

Το εντυπωσιακό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, παρόλο που είχες την αίσθηση ότι το έχεις ξαναδεί πολλάκις (και δεν ήταν μόνο η επιρροή του από την «Οφηλία», πίνακα του Μιλέ) , ήταν το πρώτο πράγμα που σε κερδίζει και σε προϊδεάζει για το στίγμα της παράστασης. Παρόλη τη φλυαρία του, τη δυσλειτουργικότητα του και το «μπούκωμα» της Ορχήστρας σε συνδυασμό με το πολυπληθές των δύο Χορών της τραγωδίας, λειτούργησε σε απόλυτη αρμονία με τη σύγχρονη τεχνολογία της ζωντανής κινηματογράφησης και μετάδοσης, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσονται τα δρώμενα. Εικαστικές σκηνογραφικές και ερμηνευτικές λεπτομέρειες αναδεικνύονται και προβάλλονται ως σύμβολα και είδωλα αισθημάτων και συμπεριφορών. Θαυμάσια τα φώτα της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, κινηματογραφικής λογικής. Αντίθετα, τα κοστούμια της Εύας Γουλάκου, αποτέλεσαν τυπικό δείγμα αναπαραγωγής των τηλεοπτικών χαρακτήρων των πρωταγωνιστών και δεν εναρμονίστηκαν ουδόλως με το πνεύμα και το «ήθος» της αρχαίας τραγωδίας. Δεν μπορεί η βασίλισσα (ακόμα και μέσα στην αυτό-εγκατάλειψή της) να εμφανίζεται με το «τσιτάκι» της φτωχής λαϊκής τραγουδίστριας τηλεοπτικής σειράς, ούτε ο βασιλιάς να εμφανίζεται με ρούχα εργασίας και γαλότσα, έτοιμος να σκάψει στα χωράφια. Ενδυματολογικές επιλογές που έρχονται να επιβεβαιώσουν τη γενικότερη αντίληψη των τελευταίων χρόνων για το «πως γεμίζεις την Επίδαυρο» αναπαράγοντας λαϊκά τηλεοπτικά είδωλα, και προβάλλοντας «αυτό που θέλει να δει ο κόσμος», μια αντίληψη που μάλλον όλοι εμείς οφείλουμε να αποδεχτούμε πλέον ως τετελεσμένη και μη αναστρέψιμη,  μιας και κινδυνεύουμε να φανούμε γραφικοί  όταν την καταδεικνύουμε ως καθόλα στρεβλή.

Εξυπηρετική πολύ η απλουστευτική με απουσία ποιητικού λόγου μετάφραση του Κώστα Τοπούζη, όπου αφήνει χώρο και περιθώριο για παρεμβάσεις, επεξηγήσεις και επεκτάσεις νοημάτων, χώρο που εκμεταλλεύτηκε ικανότατα η Κατερίνα Ευαγγελάτου στη δραματουργική διαχείριση της, δίνοντας αέρα και στίγμα queer αισθητικής και ανοίγοντας νέους δρόμους νοηματικής επεξεργασίας, σε βάρος ίσως του ευριπίδειου πνεύματος προς όφελος όμως της ανάδειξης μιας ανάγνωσης ανταποκρινόμενης στις σύγχρονες συζητήσεις («δεν γνωρίζω από γυναίκες» θα αναφωνήσει ο Ιππόλυτος με υπαινιγμό όχι αγνοτητας αλλά διαφορετικής σεξουαλικής επιλογής). Δυστυχώς, δεν απέφυγε τους σκοπέλους του προφανούς (και αχρείαστου) δικαιωματισμού (όπως στην περίπτωση του ομόφυλου φιλιού Αφροδίτης-Φαίδρας), επιμένοντας στη δυναμική της εικόνας του σωματικού κάλλους (όπως στην περίπτωση του δραματουργικά αδικαιολόγητου όμως αισθητικά άψογου γυμνού στα τελευταία λεπτά της παράστασης).

Οι δύο Χοροί, αποτέλεσαν αναμφισβήτητα ένα από τα δυνατότερα (ίσως και το πιο ισχυρό) σημείο της παράστασης. Υπό την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Σταυρόπουλου οι Διαμαντής Αδαμαντίδης, Γιώργος Βασιλόπουλος, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Νίκος Γονίδης, Νίκος Γρηγοριάδης, Χρήστος Διαμαντούδης, Μάριος Κρητικόπουλος, Ηρακλής Κωστάκης, Αλέξανδρος Πιεχόβιακ, Αλέξανδρος Τωμαδάκης, Μάριος Χατζηαντώνη, Νικόλας Χατζηβασιλειάδης όπως και οι Δάφνη Κιουρκτσόγλου, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Ιωάννα Λέκκα, Αμαλία Νίνου, Μελίνα Πολυζώνη, Ηρώ Χαλκίδη, δημιούργησαν ένα απολύτως πειθαρχημένο, καλά γυμνασμένο σύνολο, όπου στην κυριολεξία έκαναν κατάληψη όλου του σκηνικού και παρακείμενου περιβάλλοντος, μέσα από σχηματισμούς που εξήραν την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα αντίστοιχα ως επίσης αλληλοσυμπληρωματικές ιδιότητες. Τους θαυμάσαμε τους Χορούς, τόσο μέσα στην απαγγελία του λόγου τους, την γεμάτη ακρίβεια θεϊκή «απορρύθμιση» της ανθρώπινης σωματικότητας τους,  όσο και στην θαυμάσια λειτουργικότητα τους ως  μέρος του ολοκληρωμένου αισθητικά κάδρου που χρωμάτισε η Ευαγγελάτου. Ακόμα και μέσα στην αυτοαντιγραφή από τη δική της Άλκηστη του 2017  του δυναμικά χορογραφημένου κρεσέντο τους. Πολύ μελετημένη η μουσική του Αλέξανδρου-Δράκου Κτιστάκη,  ανέστησε με νέα πνοή  τον Οίστρο της Ιώς και «βούρλισε» υποκριτές και κοινό σε μια μόνιμη και διαρκή επικοινωνία με τα δρώμενα, ένα ζωντανά εκτελεσμένο σάουντρακ από τους Γιάννο Γιοβάνο, Γιάννη Παπαδόπουλο, Βαγγέλη Παρασκευαΐδη, Σπύρο Πολυχρονόπουλο.

Η μεγαλύτερη προβληματική που εισάγει η παράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου, (πέρα από την ευκολία του προφανούς αλλά και πάντα επίκαιρου σχόλιου για τη σεξουαλική επιλογή και απελευθέρωση), συμπυκνώνεται στην πολύ εύστοχη επιλογή της  υπόκρισης της Αφροδίτης και της Άρτεμης (οι οποίες συνθέτουν τις αντιθετικές κινητήριες δυνάμεις της τραγωδίας που κινούνται μετωπικά για την τελική σύμπτυξή τους) από την ίδια ηθοποιό. Είναι αυτό το δίλημμα της ηθικής υπόστασης, είναι αυτή η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο «πως θέλω να ζω» και στο «πως πρέπει να ζω», η σύγκρουση του τι νοιώθω με το τι πρέπει να δείχνω πως νοιώθω. Όλα αυτά που τελικά το ένα αποτελεί το «μασκαρεμένο» κομμάτι του άλλου, και που στην ουσία συνθέτουν το ίδιο Έργο, το ίδιο και αυτό Δημιούργημα. Είμαστε αυτό που θέλουμε και είμαστε αυτό που δείχνουμε. Είμαστε αγνοί (στο σώμα;) και εξίσου πρόστυχοι (στη σκέψη;).  Αυτός όμως ο προβληματισμός δείχνει να αυτοακυρώνεται, μιας και η παράσταση εμμέσως παίρνει θέση προβάλλοντας σχεδόν ιδεοληπτικά τη δύναμη της εικόνας (είτε ως τεχνική, είτε ως άποψη)

Η Κόρα Καρβούνη, ερμήνευσε την Φαίδρα με βουβό σπαραγμό, αποφεύγοντας τις μοιρολατρικές εξάρσεις που παραμονεύουν στο ρόλο. Ηθοποιός που έχει διανύσει χιλιόμετρα στο θεατρικό σανίδι, παρόλη την οπτικοποιημένη ταύτιση της με την επικαιρότητα του τηλεοπτικού της ρόλου, αναδύθηκε πέρα από αυτόν, αποδίδοντας μια στιβαρή και καθόλα θεατρική ερμηνεία. Δυστυχώς, ο Γιάννης Τσορτέκης δεν έδειξε την ίδια ικανότητα να αντιπαρέλθει, και παρέμεινε παγιδευμένος (και ανελεύθερος)  σε έκφραση και ερμηνευτική τοποθέτηση «φωνάζοντας» τον Θησέα, απέναντι σε μια κατατονική Φαίδρα και έναν τρομαγμένο Ιππόλυτο. Ο Ορέστης Χαλκιάς, υπό το βάρος του δύσκολου ρόλου του Ιππόλυτου, στάθηκε ανάμεσα στους δύο, ως αυτόνομη φιγούρα, εκμεταλλευόμενος την πλαστικότητα του σώματος του, κρατώντας έναν μετρημένο και ισορροπημένο ρυθμό στην πολυδιάστατη απαιτήσεων ερμηνεία του, και αποβάλλοντας κλιμακωτά τον αρχικό ενδοιασμό να βουτήξει στα «μύχια» του ρόλου. Η  Μαρία Σκουλά,  ανέπτυξε μια καθαρά προσωποπαγή ερμηνεία παίρνοντας αποστάσεις από τη λαϊκότητα του χαρακτήρα της Τροφού, ενώ ο Δημήτρης Παπανικολάου ως Εξάγγελος δεν μπόρεσε να μεταπηδήσει το ενδιαφέρον του κοινού στον δυναμικό λόγο του, μέσα από τη ζωντάνια της οπτικοποίησης της σκηνής. Η επιλογή της Κατερίνας Ευαγγελάτου να είναι πανταχού παρούσα η Άφροδίτη-Άρτεμη στην παράσταση, μετατόπισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Έλενα Τοπαλίδου, όπου σε συνδυασμό  με το φαντασμαγορικό, εξόχως σύγχρονο κοστούμι πίστας και του ταυτόχρονου ρόλου της ως ηθοποιού και οπερατερ, δημιούργησε επί σκηνής μια αξιοθαύμαστη καγχάζουσα περσόνα, απόλυτα ταυτισμένη με τους δραματουργικούς (και εμπορικούς) σκοπούς της παράστασης και ίσως κάπως μακριά από την διάσταση των διλημμάτων της τραγωδίας.

Ο «Ιππόλυτος» από την Κατερίνα Ευαγγελάτου, είναι μια παράσταση από την οποία πραγματικά μπορεί να φύγει ευτυχισμένος ο καθένας:  ο έμπειρος θαυμαστής του αρχαίου δράματος για την (όχι πάντα επιτυχή) δραματουργία της και σκηνικού σχεδιασμού της, και ο άπειρος θεατής που αποφασίζει, έστω και ευκαιριακά, να αφαιρέσει τυπικά τη λέξη «τηλε» από μπροστά του και να προσέλθει στο θέατρο. Και βεβαίως, είναι μια παράσταση που βαδίζει σε νέους παραστασιακούς δρόμους  όπου η δύναμη της εικόνας έχει τον πρώτο λόγο,. Και αυτό είναι εξίσου ελπιδοφόρο και επικίνδυνο.

Η παράσταση θα παιχτεί στις 
31 Αυγούστου στο Θέατρο Βράχων
7 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Δάσους και στις
10 Σεπτεμβρίου στην Ελευσίνα, στο Παλαιό ελαιουργείο

  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Σφήκες» του Αριστοφάνη  από τη Λένα Κιτσοπούλου και τη σύμπραξη Εθνικού Θεάτρου και Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Συμπτώματα από την έλλειψη βάρους» του Γιάννη Σκαραγκά από την Έμιλυ Λουϊζου στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Θήβα: A global civil war» του Παντελή Φλατσούση στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Φιλοκτήτης» του Χρήστου Οικονόμου από τον Σαράντο Γεώργιο Ζερβουλάκο στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Βατράχια» του Αριστοφάνη από την Έφη Μπίρμπα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή από τον Γιώργο Σκεύα στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Γίνεται δέντρο το πουλί;» του Χρήστου Χωμενίδη από τον Τάκη Τζαμαργιά στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Εκάβη» του Ευριπίδη από την Ιώ Βουλγαράκη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Τρωάδες» του Ευριπίδη από τον Χρήστο Σουγάρη και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου